Tuesday, February 28, 2017

Το μαύρο άτι, το λευκό γαϊδούρι και η αφεύγατη μοίρα ολονών


Share/Bookmark
Σε μιαν άλλη εποχή, πριν χρόνια και καιρούς πολλούς, κάπου σε μιαν άλλη ήπειρο στη μακρινή Ανατολή, υπήρχαν δυο βασίλεια που συνορεύανε. Ένα στον βορρά κι ένα στον νότο.

Σε κάθε ένα ζούσαν άρχοντες, χωρικοί, τεχνίτες, μεροκαματιάρηδες, ανέστιοι. Ήταν δύσκολοι οι καιροί κι επικίνδυνοι. Χειμώνες βαριοί είχαν πέσει εκείνους τους καιρούς, βάρβαροι ερχόντουσαν πεινασμένοι από μακριά και απειλούσαν τα σύνορα, πειρατές έρχονταν από τις θάλασσες κι ο κόσμος ανησυχούσε κι αγριεύονταν.

Ένας από τους άρχοντες στο βόρειο βασίλειο, με απέραντα λιβάδια, χιλιάδες στρέμματα, υποστατικά, άλογα, άμαξες, κοπάδια, μποστάνια, πύργους, είχε έναν γιο. Γύρω από τα υποστατικά του ζούσαν οι άλλοι χωρικοί και οι τεχνίτες, καθένας με τις δουλειές του, τα μποστάνια του, τους κήπους του, την οικογένειά του. Ζούσαν κι άνθρωποι φτωχότεροι, δίχως στέγη και φωτιά. . Έστελναν τα παιδιά τους στον στρατό, πλήρωναν τους φόρους στον βασιλιά για να τους προστατεύει.

Δίσεχτοι καιροί. Δύσκολα τάφερναν βόλτα αλλά το πάλευαν, ο καθένας όπως μπορούσε και τα κατάφερνε. Με τις αγάπες, τις οικογένειές τους, τις εκκλησιές και τα όνειρά τους, όλο και κάτι κατάφερναν και τράβαγαν μπροστά τη ζωή τους ανάμεσα στα σκοτεινά δάση και τις απέραντες θάλασσες.

Ο άρχοντας αυτός υπεραγαπούσε τον γιο του που τον προόριζε για διάδοχο. Για να τον αναθρέψει πήρε τους καλύτερους δασκάλους από νωρίς. Τους άφησε να κάνουν τη δουλειά τους, τους όρισε νάναι πιο αυστηροί από όσο με τα παιδιά των χωρικών αλλά και δίκαιοι. Κι αν ο μικρός παράκουγε, παρά την αγάπη που τούχε, ποτέ δεν έπαιρνε το μέρος του. Κατόπιν τον έβαλε από νωρίς να καθαρίζει τους στάβλους, να οργώνει, να σκαλίζει, να σπέρνει και να θερίζει μαζί με τους εργάτες , να μάθει τη δουλειά. Τον έμαθε ακόμη να καβαλικεύει και να χειρίζεται το σπαθί αλλά και την πένα. Δίχως να του στερήσει τίποτε, μήτε την αγάπη μήτε τη δικαιοσύνη, δεν του πρόσφερε ποτέ κάτι δίχως να ιδρώσει και να το κερδίσει ο ίδιος. Αυτό ήταν το συνήθειο εκεί. Έτσι κάμαν οι περισσότεροι άρχοντες στο βασίλειο αυτό και δεν θα τον καλόβλεπαν αν έκαμε αλλιώς.

Στο νότιο βασίλειο ζούσε ένας άλλος άρχοντας, που τα υποστατικά του ήταν τόσα που μπορούσες να διασχίσεις το βασίλειο δίχως να βγεις από αυτά. Πιο δύσκολα ακόμη ήταν τα πράγματα στο βασίλειο τούτο, όμως. Ακαμάτης κάπως ο βασιλιάς, τζαναμπέτηδες λίγο οι άρχοντές του, πιο κακομαθημένοι και του γλεντιού οι χωριάτες. Πιο πολλή η φτώχεια. Και τούτος είχε έναν γιο και τον ελάτρευε και τον κανάκευε.

Τίποτε δεν του στέρησε του αρχοντόπουλου, μήτε τους δασκάλους τους καλούς, μήτε τα λούσα. Κι αν καμιά φορά οι δάσκαλοι τον μάλωναν όταν έκαμε αταξίες, καμιά αντιγραφή φερ’ ειπείν , έσπευδε ο άρχοντας να τονε προστατέψει και να τον παρηγορήσει και να αλλάξει τους δασκάλους. Έτσι ήταν το συνήθειο εκεί. Έτσι κάμαν οι περισσότεροι άρχοντες στο βασίλειο του νότου και δεν θα τον καλόβλεπαν αν έκαμε αλλιώς, αν κυκλοφορούσε το παιδί πιο φτωχικά. Μπορεί να μην τον σέβονταν και οι χωριάτες. Κι αυτοί με τα δικά τους μέτρα έτσι πράττανε.

Μεγάλωσαν τα αρχοντόπουλα, βγάλανε γένι. Τα βλέπανε οι χωρικοί , κι άλλοι τα ζηλεύανε κι άλλοι τα θαυμάζανε.

Με το που ανδρώθηκε ο πρωτότοκός του, ο άρχοντας του νότου του δώρισε ένα κατάμαυρο άτι, περήφανο κι ατίθασο.

Εκείνος του βορρά πήρε στον δικό του πρωτότοκο ένα λευκό γαϊδούρι.

Όμως πικρές οι βουλές της μοίρας και σκοτεινά τα γυρίσματα της τύχης.

Κάλπαζε το παλικάρι με το μαύρο άτι στα απέραντα υποστατικά, έβγαινε και στους δρόμους των χωριών που πάαιναν οι άνθρωποι με τα κάρα τους. Κάποια στιγμή, μαύρη μεγάλη συμφορά, όπως έτρεχε αλλοπαρμένο το αρχοντόπουλο, του ξεφεύγει το άτι, χλιμιντράει κι αλαλιάζει , πηδάει τους φράχτες, σαλτάρει σε ένα κάρο, το τουμπάρει στον γκρεμό. Πάει το άτι, πάει η φαμίλια του χωρικού, πάει και το αρχοντόπουλο. Πάνε όλοι εκεί απ’ όπου δεν έχει γυρισμό.

Και στο βόρειο το βασίλειο όμως, ο πρωτότοκος δεν είχε μοίρα καλύτερη. Εκεί που πήγαινε καμαρωτός καμαρωτός με το λευκό το γαϊδουράκι, βλέπει ένα φίδι κι αγριεύεται και σαλτάρει το ζωντανό, βαράει κλωτσιές από δω κι από κει, μπαίνει στο μποστάνι ενός χωρικού, ρίχνει μια στη γυναίκα του που δούλευε στον κήπο, πάρτην κάτω. Ρίχνει και στο μωρό πουταν κρεμασμένο στα φασκιά, πάει κι αυτό, κι ύστερα πέφτει με φόρα στον γκρεμό και πάει κι αυτό το αρχοντόπουλο.

Κι απόμειναν οι πατεράδες μόνοι να θρηνούν.

Ο άρχοντας στο νότιο βασίλειο, με το που έμαθε τα μαντάτα, έλιωσε από τον πόνο. Ήξερε πως ο βασιλιάς θα του ζητήσει να αποζημιώσει την οικογένεια, όπως ήταν το συνήθειο, και θα τόκανε καθώς πρέπει, σύμφωνα με τους νόμους και τις βουλές του μονάρχη. Διέταξε πένθος μεγάλο στο αρχοντικό και τους πύργους του και σιώπησε. Ο πατέρας της οικογένειας που ξεκληρίστηκε, μοιράστηκε κι αυτός το πένθος του και τον συγχώρεσε.

Όμως οι χωρικοί δεν το πήραν εύκολα το πράγμα. Δε φτάνει που δεν έβλεπαν στον ήλιο μοίρα, έρχονταν και τα αρχοντόπουλα και τους κατέστρεφαν το βιος και τώρα τους θέριζαν και τις ζωές. Δεν ήταν δα κι η πρώτη φορά. ‘Αλλα παιδιά των αρχόντων έκαμαν χειρότερα. Τους έσπαγαν τα παράθυρα, τους ποδοπατούσαν τα μποστάνια, κάποια μάλιστα τους ήθελαν ακόμη πιο φτωχούς, για να ξεσηκωθούν απέναντι στους πατεράδες τους, να γίνουν άρχοντες αυτοί.

Ο άρχοντας του βορρά, σπάραξε κι αυτός από τον χαμό του γιου του. Κρίμα κι άδικο και τούτο το παλικάρι όπως και το άλλο. Όμως ήταν διαφορετικές οι συνήθειες από  κείνες του νότου σε αυτό το βασίλειο. Δεν περίμενε τον βασιλιά να τον βάλει να πληρώσει. Φορτώνει όλα τα καλά του κόσμου στην άμαξα, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και πάει στο ρημαγμένο φτωχικό του χωρικού και μπαίνει, άρχοντας τρανός αυτός, πεζός στο σπίτι του χωριάτη να του ζητήσει συγχώρεση. Και μετά τον παίρνει στην άμαξά του και πάνε μαζί στην εκκλησιά οι δυο χαροκαμένοι πατεράδες να προσκυνήσουν. Και για να τιμήσει το παλικάρι του, βάζει τον οικονόμο του πύργου να μοιράσει για το πένθος και τη μνήμη στους φτωχούς του χωριού το μισό του βιος απ’ τα κελάρια του, να τους πάρει δασκάλους να σπουδάσουν, να γίνουν κι αυτοί άνθρωποι καλύτεροι. Έτσι κάμαν στο βασίλειο κείνο.

Κάποτε τα κάμανε και στο βασίλειο του νότου αυτά, κάποιος Ωνάσης και κάποιος Νιάρχος ανάμεσα σε άλλους αρχόντους, αλλά πάνε αυτά, ξεχάστηκαν, άλλαξαν οι συνήθειες κι οι παραδόσεις.

Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.


Τα ερωτήματα τώρα για τη συνέχεια της ιστορίας:

1. Ποιοι άρχοντες θα καταφέρουν να μείνουν άρχοντες στους δύσκολους καιρούς;

2. Ποιανών τα παιδιά θα καταφέρουν να κουμαντάρουν τα πατρογονικά καλύτερα;

3. Πού θα φυτρώσουν πιο εύκολα οι αγύρτες και οι φθονεροί ανάμεσα στο πόπολο;

4. Σε πoιο βασίλειο θα φουντώσει ο θυμός και θα ξεσηκωθούν οι χωρικοί και σε ποιο θα καταλαγιάσει θα τα βρουν νάρχοντες και χωριάτες, να πολεμήσουν από κοινού τους βαρβάρους και τους πειρατές;

5. Ποιο βασίλειο έχει θα κατορθώσει να επιβιώσει και να πρόκοψει;


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος







No comments:

Post a Comment