Tuesday, February 28, 2017

Το μαύρο άτι, το λευκό γαϊδούρι και η αφεύγατη μοίρα ολονών


Share/Bookmark
Σε μιαν άλλη εποχή, πριν χρόνια και καιρούς πολλούς, κάπου σε μιαν άλλη ήπειρο στη μακρινή Ανατολή, υπήρχαν δυο βασίλεια που συνορεύανε. Ένα στον βορρά κι ένα στον νότο.

Σε κάθε ένα ζούσαν άρχοντες, χωρικοί, τεχνίτες, μεροκαματιάρηδες, ανέστιοι. Ήταν δύσκολοι οι καιροί κι επικίνδυνοι. Χειμώνες βαριοί είχαν πέσει εκείνους τους καιρούς, βάρβαροι ερχόντουσαν πεινασμένοι από μακριά και απειλούσαν τα σύνορα, πειρατές έρχονταν από τις θάλασσες κι ο κόσμος ανησυχούσε κι αγριεύονταν.

Ένας από τους άρχοντες στο βόρειο βασίλειο, με απέραντα λιβάδια, χιλιάδες στρέμματα, υποστατικά, άλογα, άμαξες, κοπάδια, μποστάνια, πύργους, είχε έναν γιο. Γύρω από τα υποστατικά του ζούσαν οι άλλοι χωρικοί και οι τεχνίτες, καθένας με τις δουλειές του, τα μποστάνια του, τους κήπους του, την οικογένειά του. Ζούσαν κι άνθρωποι φτωχότεροι, δίχως στέγη και φωτιά. . Έστελναν τα παιδιά τους στον στρατό, πλήρωναν τους φόρους στον βασιλιά για να τους προστατεύει.

Δίσεχτοι καιροί. Δύσκολα τάφερναν βόλτα αλλά το πάλευαν, ο καθένας όπως μπορούσε και τα κατάφερνε. Με τις αγάπες, τις οικογένειές τους, τις εκκλησιές και τα όνειρά τους, όλο και κάτι κατάφερναν και τράβαγαν μπροστά τη ζωή τους ανάμεσα στα σκοτεινά δάση και τις απέραντες θάλασσες.

Ο άρχοντας αυτός υπεραγαπούσε τον γιο του που τον προόριζε για διάδοχο. Για να τον αναθρέψει πήρε τους καλύτερους δασκάλους από νωρίς. Τους άφησε να κάνουν τη δουλειά τους, τους όρισε νάναι πιο αυστηροί από όσο με τα παιδιά των χωρικών αλλά και δίκαιοι. Κι αν ο μικρός παράκουγε, παρά την αγάπη που τούχε, ποτέ δεν έπαιρνε το μέρος του. Κατόπιν τον έβαλε από νωρίς να καθαρίζει τους στάβλους, να οργώνει, να σκαλίζει, να σπέρνει και να θερίζει μαζί με τους εργάτες , να μάθει τη δουλειά. Τον έμαθε ακόμη να καβαλικεύει και να χειρίζεται το σπαθί αλλά και την πένα. Δίχως να του στερήσει τίποτε, μήτε την αγάπη μήτε τη δικαιοσύνη, δεν του πρόσφερε ποτέ κάτι δίχως να ιδρώσει και να το κερδίσει ο ίδιος. Αυτό ήταν το συνήθειο εκεί. Έτσι κάμαν οι περισσότεροι άρχοντες στο βασίλειο αυτό και δεν θα τον καλόβλεπαν αν έκαμε αλλιώς.

Στο νότιο βασίλειο ζούσε ένας άλλος άρχοντας, που τα υποστατικά του ήταν τόσα που μπορούσες να διασχίσεις το βασίλειο δίχως να βγεις από αυτά. Πιο δύσκολα ακόμη ήταν τα πράγματα στο βασίλειο τούτο, όμως. Ακαμάτης κάπως ο βασιλιάς, τζαναμπέτηδες λίγο οι άρχοντές του, πιο κακομαθημένοι και του γλεντιού οι χωριάτες. Πιο πολλή η φτώχεια. Και τούτος είχε έναν γιο και τον ελάτρευε και τον κανάκευε.

Τίποτε δεν του στέρησε του αρχοντόπουλου, μήτε τους δασκάλους τους καλούς, μήτε τα λούσα. Κι αν καμιά φορά οι δάσκαλοι τον μάλωναν όταν έκαμε αταξίες, καμιά αντιγραφή φερ’ ειπείν , έσπευδε ο άρχοντας να τονε προστατέψει και να τον παρηγορήσει και να αλλάξει τους δασκάλους. Έτσι ήταν το συνήθειο εκεί. Έτσι κάμαν οι περισσότεροι άρχοντες στο βασίλειο του νότου και δεν θα τον καλόβλεπαν αν έκαμε αλλιώς, αν κυκλοφορούσε το παιδί πιο φτωχικά. Μπορεί να μην τον σέβονταν και οι χωριάτες. Κι αυτοί με τα δικά τους μέτρα έτσι πράττανε.

Μεγάλωσαν τα αρχοντόπουλα, βγάλανε γένι. Τα βλέπανε οι χωρικοί , κι άλλοι τα ζηλεύανε κι άλλοι τα θαυμάζανε.

Με το που ανδρώθηκε ο πρωτότοκός του, ο άρχοντας του νότου του δώρισε ένα κατάμαυρο άτι, περήφανο κι ατίθασο.

Εκείνος του βορρά πήρε στον δικό του πρωτότοκο ένα λευκό γαϊδούρι.

Όμως πικρές οι βουλές της μοίρας και σκοτεινά τα γυρίσματα της τύχης.

Κάλπαζε το παλικάρι με το μαύρο άτι στα απέραντα υποστατικά, έβγαινε και στους δρόμους των χωριών που πάαιναν οι άνθρωποι με τα κάρα τους. Κάποια στιγμή, μαύρη μεγάλη συμφορά, όπως έτρεχε αλλοπαρμένο το αρχοντόπουλο, του ξεφεύγει το άτι, χλιμιντράει κι αλαλιάζει , πηδάει τους φράχτες, σαλτάρει σε ένα κάρο, το τουμπάρει στον γκρεμό. Πάει το άτι, πάει η φαμίλια του χωρικού, πάει και το αρχοντόπουλο. Πάνε όλοι εκεί απ’ όπου δεν έχει γυρισμό.

Και στο βόρειο το βασίλειο όμως, ο πρωτότοκος δεν είχε μοίρα καλύτερη. Εκεί που πήγαινε καμαρωτός καμαρωτός με το λευκό το γαϊδουράκι, βλέπει ένα φίδι κι αγριεύεται και σαλτάρει το ζωντανό, βαράει κλωτσιές από δω κι από κει, μπαίνει στο μποστάνι ενός χωρικού, ρίχνει μια στη γυναίκα του που δούλευε στον κήπο, πάρτην κάτω. Ρίχνει και στο μωρό πουταν κρεμασμένο στα φασκιά, πάει κι αυτό, κι ύστερα πέφτει με φόρα στον γκρεμό και πάει κι αυτό το αρχοντόπουλο.

Κι απόμειναν οι πατεράδες μόνοι να θρηνούν.

Ο άρχοντας στο νότιο βασίλειο, με το που έμαθε τα μαντάτα, έλιωσε από τον πόνο. Ήξερε πως ο βασιλιάς θα του ζητήσει να αποζημιώσει την οικογένεια, όπως ήταν το συνήθειο, και θα τόκανε καθώς πρέπει, σύμφωνα με τους νόμους και τις βουλές του μονάρχη. Διέταξε πένθος μεγάλο στο αρχοντικό και τους πύργους του και σιώπησε. Ο πατέρας της οικογένειας που ξεκληρίστηκε, μοιράστηκε κι αυτός το πένθος του και τον συγχώρεσε.

Όμως οι χωρικοί δεν το πήραν εύκολα το πράγμα. Δε φτάνει που δεν έβλεπαν στον ήλιο μοίρα, έρχονταν και τα αρχοντόπουλα και τους κατέστρεφαν το βιος και τώρα τους θέριζαν και τις ζωές. Δεν ήταν δα κι η πρώτη φορά. ‘Αλλα παιδιά των αρχόντων έκαμαν χειρότερα. Τους έσπαγαν τα παράθυρα, τους ποδοπατούσαν τα μποστάνια, κάποια μάλιστα τους ήθελαν ακόμη πιο φτωχούς, για να ξεσηκωθούν απέναντι στους πατεράδες τους, να γίνουν άρχοντες αυτοί.

Ο άρχοντας του βορρά, σπάραξε κι αυτός από τον χαμό του γιου του. Κρίμα κι άδικο και τούτο το παλικάρι όπως και το άλλο. Όμως ήταν διαφορετικές οι συνήθειες από  κείνες του νότου σε αυτό το βασίλειο. Δεν περίμενε τον βασιλιά να τον βάλει να πληρώσει. Φορτώνει όλα τα καλά του κόσμου στην άμαξα, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και πάει στο ρημαγμένο φτωχικό του χωρικού και μπαίνει, άρχοντας τρανός αυτός, πεζός στο σπίτι του χωριάτη να του ζητήσει συγχώρεση. Και μετά τον παίρνει στην άμαξά του και πάνε μαζί στην εκκλησιά οι δυο χαροκαμένοι πατεράδες να προσκυνήσουν. Και για να τιμήσει το παλικάρι του, βάζει τον οικονόμο του πύργου να μοιράσει για το πένθος και τη μνήμη στους φτωχούς του χωριού το μισό του βιος απ’ τα κελάρια του, να τους πάρει δασκάλους να σπουδάσουν, να γίνουν κι αυτοί άνθρωποι καλύτεροι. Έτσι κάμαν στο βασίλειο κείνο.

Κάποτε τα κάμανε και στο βασίλειο του νότου αυτά, κάποιος Ωνάσης και κάποιος Νιάρχος ανάμεσα σε άλλους αρχόντους, αλλά πάνε αυτά, ξεχάστηκαν, άλλαξαν οι συνήθειες κι οι παραδόσεις.

Και ζήσαν αυτοί καλά και μεις καλύτερα.


Τα ερωτήματα τώρα για τη συνέχεια της ιστορίας:

1. Ποιοι άρχοντες θα καταφέρουν να μείνουν άρχοντες στους δύσκολους καιρούς;

2. Ποιανών τα παιδιά θα καταφέρουν να κουμαντάρουν τα πατρογονικά καλύτερα;

3. Πού θα φυτρώσουν πιο εύκολα οι αγύρτες και οι φθονεροί ανάμεσα στο πόπολο;

4. Σε πoιο βασίλειο θα φουντώσει ο θυμός και θα ξεσηκωθούν οι χωρικοί και σε ποιο θα καταλαγιάσει θα τα βρουν νάρχοντες και χωριάτες, να πολεμήσουν από κοινού τους βαρβάρους και τους πειρατές;

5. Ποιο βασίλειο έχει θα κατορθώσει να επιβιώσει και να πρόκοψει;


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος







Saturday, February 25, 2017

"Δεν ξέρεις εσύ!"


Share/Bookmark
Πριν πολλά χρόνια είχα επισκεφθεί ένα εκκλησάκι. Μέσα συνάντησα έναν μοναχό.

Είχε όρεξη για κουβέντα, και άρχισε να ρωτά τη σχέση μου με την Εκκλησία: Πιστεύω; Θρησκεύομαι;

Όχι, δεν πίστευα, δεν θρησκευόμουν. Ακολούθησε μαρτυρική και μακρόσυρτη “συζήτηση”: οποιαδήποτε θέση δεν συμφωνούσε με τον δικό του οδικό χάρτη σκέψης, απλώς την αγνοούσε. Εγώ επέμενα να ανοίξω κάποια θέματα, αυτός επέμενε να φέρνει έτοιμες φράσεις που έκλειναν τη συζήτηση και να με οικτίρει.

“Σε λυπάμαι. Θα προσευχηθώ για εσένα”, μου είπε, κλείνοντας την κουβέντα μας.

Προχθές βγήκα με μια ομάδα με την οποία με συνδέει ένα κοινό ενδιαφέρον. Έκλεινε ένας κύκλος, εγώ διέκοπτα, και πήγαμε για φαγητό κάπου ως μια αποχαιρετιστήρια συνάντηση.

Την τελευταία μισή ώρα (ευτυχώς, μόνο!) μπήκε στην κουβέντα η πολιτική. Από τη μορφή που πήρε η συζήτηση (που στο τέλος της περιορίστηκε σε τρεις από τους οκτώ παρόντες, δύο γυναίκες και εμένα) μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι καταχραστήκαμε τον χρόνο των υπόλοιπων, τη συνθήκη που μας έφερε εκεί αλλά και, τελικά, χάσαμε τον δικό μας χρόνο για κάτι πολύ ανούσιο.

Να πω εξαρχής πως όσον αφορά τις συνομιλήτριές μου είχα να κάνω, και θα επιμείνω σε αυτό, με ανθρώπους ευφυείς, ευαίσθητους, καλοπροαίρετους και γενναιόδωρους στη σχέση μας, στο πλαίσιο όπου βρεθήκαμε. Ξέρω πως με την ελαφρότητα των σχολίων του Fb κάποιοι θα πουν “δεν είναι όπως νομίζεις”. Είμαι βέβαιος πως είναι όπως νομίζω.

Οι συνομιλήτριές μου μιλούσαν από δύο όψεις αυτού που γενικά λέγεται “αριστερή” θέση. Μου έκανε εντύπωση, σκεφτόμενος αναδρομικά τι έγινε, ότι τίποτα δεν μου δόθηκε ως παραχώρηση στη συζήτηση, ούτε έστω ένα “έχεις δίκιο σε αυτό το θέμα, αλλά…”. Ακόμα πιο σημαντικό, ούτε μια φορά δεν συζητήθηκαν θέματα ή διαδρομές συζήτησης που θέλησα να εισαγάγω εγώ: τα 700 ευρώ εθνικής σύνταξης του Μάνου που δεν εισακούστηκαν το 2012, το πόσες φορές θα χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα των συνταξιούχων των 300 ευρώ του ΟΓΑ για να κρυφτούν πίσω τους οι Φωτόπουλοι (“δεν με ενδιαφέρει ο Φωτόπουλος”, ήταν η απάντηση), το γιατί δεν μιλάμε για τις πρόωρες, χαριστικές, υπέρογκες συντάξεις (“αυτοί μια χαρά τις κρατούν ακόμα”), το ότι δεν ήταν ΜΟΝΟ πρόσφυγες, όπως αποκλήθηκαν κάποια στιγμή, αυτοί που ρίσκαραν τη ζωή τους για να μπουν στην Ευρώπη, και πώς άραγε πρέπει να διαχειριστεί η χώρα το θέμα αυτό.

Αντιθέτως, μου ζητιόταν συνεχώς να απολογηθώ για θέματα που επέλεγαν οι ίδιες. “Παιδιά πεινάνε, επίτρεψε μου να ξέρω, ήμουν εκεί”, και, κατ’ επανάληψη, “ΕΣΥ μπορείς να ζεις με 300 ευρώ το μήνα, που είναι η σύνταξη του ΟΓΑ;”. ΕΓΩ έκανα το λάθος να δίνω απαντήσεις εκτός δικού μου σκεπτικού (δηλαδή, να μπαίνω στη συζήτηση από τη μεριά του απολογούμενου) που αποκρούονταν με διάφορες μορφές απαξίωσης - είτε δεν ήξερα αρκετά, είτε δεν ήμουν αρκετά ευαίσθητος (ή και τα δύο). Εκπροσωπούσα ένα πράγμα που και οι δύο συνομιλήτριές μου σιχαίνονταν - την αδιαφορία για τον πόνο του άλλου. Είχα τη σκληρότητα να λέω πως ο γάιδαρος δεν πέταξε πριν, δεν πετάει τώρα, άρα δικαιούμαι να υποθέτω ότι δεν είναι στις δυνατότητές του να πετάξει, παρά την επιθυμία τους. Μήπως άλλος είναι ο δρόμος για τη βελτίωση;

Έλεγα: Ο Στάλιν δεν ήταν ατύχημα, αλλά είναι νομοτέλεια σε κάθε σχεδιασμένη από επάνω κοινωνική οργάνωση “για το καλό του ανθρώπου”.

 Άκουγα: Όχι. Τα λάθη δεν θα επαναληφθούν. Η επανάσταση, όταν γίνει, θα οδηγήσει σε έναν καλύτερο κόσμο, όπου “και ο ανεπαρκής, και ο τεμπέλης, και το κάθαρμα” (έτσι ειπώθηκε) θα έχει κάτι αρκετά παραπάνω από 300 ευρώ για να ζει με αξιοπρέπεια. (Με άλλα λόγια, προφανώς οι επιλογές καθενός δεν θα έχουν συνέπειες, ίσως γιατί δεν θα υφίστανται επιλογές).

Άκουγα: Η ανθρωπότητα θα βγει από την Εποχή των Τεράτων (“έκαναν ηλιοθεραπεία και κολυμπούσαν δίπλα στα πτώματα των προσφύγων, το καταλαβαίνεις;”) - και από τον τόνο που λεγόταν αυτό ήταν φανερό πως και εγώ ήμουν κάπως ανάμεσα στους κολυμβητές, αν όχι με το σώμα, σίγουρα πνευματικά. Δεν νοιαζόμουν αρκετά για τη μοίρα τους. 

Είπα: “Χρυσή εποχή” συμπόνοιας χωρίς όρους και όρια δεν υπήρξε ποτέ, πάντα ένας από τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι σχετίζονταν με άλλους ανθρώπους σε αδυναμία ήταν να τους τρώνε (μιλώντας για κάθε είδους εκμετάλλευση ή αδιαφορία). Άκουσα: “Αν εσύ είσαι ευχαριστημένος να ζεις σε έναν κόσμο κανιβάλων, εγώ δεν είμαι!”. Με άλλα λόγια, αυτό που πρότεινα ως περιγραφή μιας πραγματικότητας που συμφωνώ πως είναι σκληρή και δύσκολη, αλλά παίρνει μόνο μερικές και ρεαλιστικές λύσεις, αντιμετωπίστηκε ως έγκριση.

Οι συνομιλήτριές μου νοιάζονταν για ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ - “αυτόν που δεν έχει φωνή”, όπως ειπώθηκε. Αφού δεν οραματιζόμουν έναν Επίγειο Παράδεισο χωρίς τριβές και ατέλειες, αφού είχα στο μυαλό μου “απλές βελτιώσεις” και ήθελα κιόλας να ξέρω από ποια λεφτά θα έρθουν οι όποιες παροχές, ήμουν είτε ηλίθιος, αφού δεν καταλάβαινα, είτε κάθαρμα. Οι λέξεις δεν ειπώθηκαν - αλλά τα συμφραζόμενα και ο τόνος τους δεν αφήνουν εναλλακτική. Οι συνομιλήτριές μου εκφράζονταν με αυτοπεποίθηση μέσα από τους κοινούς τόπους που κυριαρχούν στη χώρα από την μεταπολίτευση και μετά, ήταν φορείς απαίτησης απεριόριστων (από την πραγματικότητα) δικαιωμάτων, ευαισθησίας, αδιαφορίας για “τα νούμερα”. Είχαν Ηθικό Πλεονέκτημα.

Εκτιμώ απεριόριστα όσους μπορούν να συνδιαλέγονται με ανοιχτό μυαλό και ηπιότητα για τέτοια θέματα, όποια και αν είναι η πολιτική τους ροπή, και ξέρω αρκετούς που ακόμα αντέχουν. Θεωρώ ότι είναι η μόνη μας ελπίδα, αφού όλοι θα συνεχίσουμε να συνυπάρχουμε, μαζί τα #γίδια1 και τα #γίδια2 , όπως αλληλοχαρακτηριζόμαστε, και βέβαια οι πονηροί τσομπάνηδες. Αλλά εγώ κλάταρα, έμαθα από το πάθημα, έμεινα από καύσιμα. Θα αποφεύγω στο μέλλον αδιέξοδες συζητήσεις, αν δεν ξέρω καλά και δεν εμπιστεύομαι αυτούς με τους οποίους μιλάω. Αλλά αν δεν μπορώ να το αποφύγω, δεν υπάρχει ξανά περίπτωση να αδικήσω τον εαυτό μου και να τον αφήσω να βρεθεί σε θέση απολογούμενου για ένα πράγμα για το οποίο έχω πολύ μικρότερες ευθύνες από τη συντριπτική πλειοψηφία των συμπολιτών μου - τις συνέπειες, για τη χώρα και τις ζωές των ανθρώπων της, του κρατισμού και του λαϊκισμού - όσο οξύς και αν χρειαστεί να γίνω, όσο και αν ενοχλήσω τις ψυχικές κατασκευές καθενός. Δεν είναι, άλλωστε, μόνο δική μου ευθύνη να προστατεύω τις ανθρώπινες σχέσεις στην κοινωνική μου ζωή.

Τουλάχιστον, την εποχή του περιστατικού με τον μοναχό είχα, για τη διστακτικότητα μου, το ελαφρυντικό της ηλικίας μου.





Wednesday, February 22, 2017

Πάγιες και διαρκείς ανοησίες


Share/Bookmark
Συμβασιούχοι διαφόρων μορφών απασχόλησης καλά κάνουν και υπάρχουν. Είναι αναγκαία ευελιξία σε δεκάδες τομείς της διοίκησης. Διεστραμμένη είναι η χρήση τους από το Ελληνικό Κράτος σαν πελατεία με δόλωμα τη "μονιμότητα".

Οι μόνιμοι υπάλληλοι θα έπρεπε να είναι πολύ λιγότεροι αναλογικά με τους συμβασιούχους: η ραχοκοκαλιά της Διοίκησης και οι υπάλληλοι καριέρας που εξασφαλίζουν τη συνέχεια του κράτους, την ανεξαρτησία και βασική τεχνογνωσία της Δημόσιας Διοίκησης. Αυτοί που διαχειρίζονται και τους συμβασιούχους. Κανείς άλλος. Αυτοί, οι μόνιμοι, δεν θα έπρεπε να δικαιούνται να αποχωρήσουν ούτε ημέρα νωρίτερα από τη Διοίκηση, πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας. Είναι η αντίστροφη όψη της μονιμότητας, της τεχνογνωσίας και της ασφάλειας του κράτους. Αποτελούν επένδυση.

Το παράλογο στο νομικό μας σύστημα δεν είναι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου, είναι η ίδια η έννοια των Πάγιων και Διαρκών αναγκών, που επεκτείνεται πέρα από τον ανωτέρω περιοριστικό ορισμό των μονίμων, σε κάθε νόσο και κάθε μαλακία.

Διότι, απλά, πάγιες και διαρκείς ανάγκες δεν υφίστανται. Κάτι που σήμερα χρειάζεται μπορεί σε δυο χρόνια, με μια άλλη δομή, μια εξέλιξη της τεχνολογίας, μια καινοτομία, να είναι άχρηστο και να εμφανιστεί μια άλλη ανάγκη που κι αυτή με τη σειρά της θα αντικατασταθεί από κάποια άλλη.

Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει ο φορολογούμενος να συνεχίσει να πληρώνει αυτόν που κάλυπτε την πρώτη ανάγκη επ' άπειρον. Ούτε ότι αυτός έχει προτεραιότητα έναντι άλλων για την κάλυψη των νέων αναγκών.

Σημαίνει μια μόνο κοινωνική υποχρέωση, που είναι ταυτόχρονα και παραγωγική επένδυση: την πρόσβαση σε διαρκή εκπαίδευση και σε ένα δίχτυ ασφάλειας στη μετάβαση. Ίδιο για όλους τους εργαζόμενους.

Όπως πάντα, η συζήτηση επαναλαμβάνεται απαράλλαχτη σε λάθος βάση. Πάγιες και διαρκείς ανοησίες.

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος





Tuesday, February 21, 2017

Αναβολή λόγω ανωτέρας βίας


Share/Bookmark
Ξεκίνησε να πάει σε μια παράσταση, αλλά βρήκε θυροκολλημένο σημείωμα αναβολής λόγω ανωτέρας βίας. Κάποιοι είχαν κλείσει δρόμους, ως συνήθως, και ο θίασος δεν κατάφερε να περάσει. Την επόμενη είχε δικάσιμο για ένα ζήτημα ασφαλιστικής, αλλά αναβλήθηκε λόγω ανωτέρας βίας, καθώς οι απαραίτητες γνωματεύσεις ιατρικών εξετάσεων δεν είχαν ολοκληρωθεί εξαιτίας εργαστηριακών ελλείψεων. Έχασε την ίδια μέρα μια σημαντική επαγγελματική συνάντηση σε άλλη πόλη, αλλά δικαιολογήθηκε λόγω ανωτέρας βίας: απεργούσαν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας και ακυρώθηκαν οι περισσότερες πτήσεις.

Αυτή η ανώτερη βία, παρούσα από παλιά στις ζωές όλων, τα τελευταία χρόνια είχε εξαπλωθεί σαν πανδημία. Μια ανώτερη βία της αναβολής που επέβαλλε να μένουν όλα στάσιμα κι απαράλλαχτα δια παντός. Όχι, δεν είχε ψευδαισθήσεις. Το έβλεπε καθαρά ότι η αναβλητικότητα δεν ήταν υπόθεση μιας κυβέρνησης μονάχα, ούτε καν ενός τόπου ή ενός λαού. Δεν ήταν μόνο στη χώρα του μια αλόγιστη κοινωνικοπολιτική βία που στήριζε στην εξουσία την άρνηση κάθε μεταβολής. Αυτή η βία της άρνησης στην εξέλιξη, είτε ευθέως ως αντιδραστική οπισθοδρόμηση, είτε πλαγίως ως παραληρηματική ουτοπολατρία, κυρίευε σταδιακά την ήπειρο και τον κόσμο ολάκερο.

«Γιατί αναβάλλεται η συζήτηση για το αύριο της ενωμένης ή αλληλοσπαραγμένης ηπείρου;» «Μα λόγω ανωτέρας βίας των τρεχουσών οικονομικών ανασφαλειών.»

«Γιατί παρακωλύονται οι αποφάσεις για τα μέτρα αυτοπροστασίας της δημοκρατίας;» «Μα επειδή αντιμετωπίζουμε την ανωτέρα βία έκτακτων κινδύνων.»

Πολλές ζωές αναβεβλημένες από μια ανώτερη βία ανισοκατανομής της πρόσβασης στη γνώση, περισσότερο σκληρή κι από την ανισοκατανομή του πλούτου, και όχι μόνο εξαιτίας της. Άνθρωποι χωρίς στόχους ή χωρίς θέληση να τους παλέψουν. Κοινωνίες χωρίς πυξίδα, χωρίς αρχές και χωρίς αίσθηση του ανήκειν. Οι σειρήνες του πλουσιοπάροχου ονείρου εν δράσει. Ζήσε κι εσύ διαμέσου της οθόνης σου. Άσε γι’ αύριο την προσωπική επανάσταση που χρειαζόσουν χθες.

Ξαφνικά, έστρεψε αηδιασμένος αλλού το πρόσωπό του. Είχε, λέει, στον ύπνο του απαυδήσει με όλα τούτα. Ανέβηκε ψηλά στον νότιο τοίχο της Ακρόπολης. Από κάτω το ιαματικό Ασκληπιείο. Κι έδωσε ένα σάλτο όλος χαρά στο καινό του θανάτου. Αλλά η εικόνα πάγωσε σε στοπ-καρέ με το ενύπνιο κορμί του ονείρου να αιωρείται στην αναβλητικότητα της σύγκρουσης με τη σκληρή πραγματικότητα του εδάφους, λόγω ανωτέρας βίας του ξυπνητηριού.

Η ζωή αναβάλλεται μέχρι νεωτέρας. Με βία πολύ κατώτερη, γεννημένη από τα σπλάχνα του ζώου, μεγαλωμένη με τον φθόνο ενός καπνού που σκόρπισε στον άνεμο κι έγραψε με τη σιαγόνα ενός γαϊδάρου την πρώτη ανθρωποκτονία στο νέο άστρο.

Τελικά δεν είναι οι άλλοι. Όχι. Η κόλαση είναι το τέλμα μέσα του.
Εικόνα: Guercino, ακαδημία, πρώιμος 17ος αι.






Monday, February 20, 2017

Η εκδρομή


Share/Bookmark
Πριν λίγο καιρό είχα δημοσιεύσει την περιπέτεια ενός φίλου που είχε την ατυχία να του κλέψουν το σακίδιο στη Βαρκελώνη και όταν πήγε στο Ελληνικό Προξενείο εδώ, αντί να του προσφέρουν βοήθεια, του ζήτησαν δέκα ευρώ για την «εξυπηρέτηση».

Υπάρχουν όμως πολύ χειρότερα, πολύς δρόμος προς τα κάτω.

Σήμερα μίλαγα με έναν φίλο, γύρω στα 33, που κατάγεται από τη Βενεζουέλα, το Μαρακάιμπο, και ζει στη Βαρκελώνη τα τελευταία δύο χρόνια. Ξεκίνησε σπουδάζοντας και εργαζόμενος σε μια πολυεθνική σε συστήματα SAP. Είναι ένας εργατικός, εμφανίσιμος νέος άντρας, ευγενικός και έξυπνος, δουλεύει και ταυτόχρονα συνεχίζει την εκπαίδευση, τελειοποιεί τα Αγγλικά και τα Γαλλικά του και κάνει σχέδια. Έχει αρκετές προτάσεις και από άλλες εταιρείες αλλά δεν μπορεί για την ώρα να αλλάξει εργασία, γιατί δεν έχει πλήρη δικαιώματα κάρτας παραμονής. Θα αποκτήσει σε έναν χρόνο, μαζί με την Ισπανική υπηκοότητα, για την οποία μετά από τρία χρόνια παραμονής δικαιούται να καταθέσει αίτηση.

Μέχρι τότε χρειάζεται το διαβατήριο της χώρας του, για να μετακινείται, για τις καθημερινές συναλλαγές και για να ανανεώσει την άδεια παραμονής του. Χώρα στην οποία ζει η οικογένειά του, την αγαπά και με τον τρόπο του βοηθά.

Έκανε αίτηση ανανέωσης πριν έναν χρόνο, πληρώνοντας 90 δολάρια τέλος Δημοσίου, ποσό πολύ υψηλό για τα σημερινά δεδομένα της Βενεζουέλας. Εις μάτην περίμενε έναν χρόνο και βάλε. Ρωτούσαν οι συγγενείς του την αρμόδια υπηρεσία, περίμενε να έρθει στην Πρεσβεία της χώρας του το διαβατήριό του. Τη μια δεν υπήρχε χαρτί να τυπωθεί, την άλλη ήταν έτοιμο αλλά θάκανε 5-6 μήνες ακόμη να το παραλάβει. Εντέλει, ρωτώντας γνωστούς και φίλους, έμαθε πως το Βενεζουελάνικο γρηγορόσημο για τη συγκεκριμένη υπηρεσία, που πρέπει να καταβάλει στον υπάλληλο, ανέρχεται στα 1.000 δολάρια για να το επιταχύνει σε ένα μήνα. Φυσικά, όταν γνωρίζει το κοράκι ότι είσαι στο εξωτερικό και πληρώνεσαι σε ευρώ, η τιμή είναι αντίστοιχη, ασχέτως βέβαια εάν δεν σου περισσεύουν τα χρήματα και κάνεις μια ζωή συντηρητική. Όποιος έχει εξουσία και μπορεί να εκβιάσει, απλώς το κάνει. Ομοίως, μου εξηγούσε, μετά την κατάρρευση έχουν ανέβει τα γρηγορόσημα σε όλες τις υπηρεσίες, από το δίπλωμα οδήγησης ως τις συναλλαγές με την εφορία.

Είναι μια παράπλευρη συνέπεια της κατάρρευσης του νομίσματος και του υπερπληθωρισμού, την οποία γνωρίζουμε οι οικονομολόγοι. Ο κόσμος απομένει με σκουπιδονόμισμα στα χέρια, αλλά οι τιμές στη μαύρη σε σκληρό νόμισμα εκτοξεύονται, οι μαυραγορίτες θησαυρίζουν και οι διεφθαρμένοι κρατικοί υπάλληλοι κάνουν τις αρπαχτές τους όπου βρουν, σε τιμές ακόμη υψηλότερες από όσο πριν. Είναι μελαγχολικά ενδιαφέρον, παραταύτα, να βλέπεις τους βασικούς νόμους της επιστήμης σου να δικαιώνονται ακόμη μια φορά από την πραγματικότητα.

Ο πατέρας του εργαζόταν ως υπάλληλος στην Κεντρική Τράπεζα και ελάμβανε έναν καλό μισθό, που επέτρεπε να συντηρεί το βιοτικό επίπεδο μιας καλοβαλμένης οικογένειας της μεσαίας τάξης, με τρία παιδιά, ένα αξιοπρεπές σπίτι, ένα αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο αναγκάστηκαν να το πουλήσουν, καθώς το κόστος συντήρησης είναι πλέον απαγορευτικό, ενώ η μητέρα του, που ζει από τη σύνταξη λόγω χηρείας του πατέρα του, αδυνατεί να τα φέρει βόλτα χωρίς τη βοήθειά του.

Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ίσως άλλο. Αγαπάει τη μάνα του και του λείπει και αυτή επίσης. Προσπαθεί να την επισκέπτεται δυο βδομάδες τον χρόνο. Όμως μου έλεγε με παράπονο ότι και αυτό πλέον είναι δύσκολο. Οι συνθήκες ασφάλειας είναι κάθε μέρα και χειρότερες. Αρκετοί μετανάστες που επέστρεψαν για μια επίσκεψη, κυκλοφορώντας στον δρόμο, συνάντησαν την κακή τους τύχη στο πρόσωπο κάποιου εγκληματία.

Η Βενεζουέλα, με την κάποτε θαλερή και μεγάλη μεσαία τάξη και την Ευρωπαϊκή σχεδόν κοινωνία της, κατέχει πλέον την παγκόσμια πρωτιά όχι μόνο στον πληθωρισμό, που μετριέται σε πολλές εκατοντάδες τοις εκατό, αλλά και στις ανθρωποκτονίες και την αστική βία. Έτσι μένει κλεισμένος στο σπίτι των γονιών του τον περισσότερο καιρό.

Τηλεφωνιούνται συχνά με τη μητέρα και τα αδέλφια του. Δύσκολα όμως μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον skype ή το fb. Όχι γιατί η μητέρα του δεν γνωρίζει να τα χρησιμοποιήσει. Το διαδίκτυο στο σπίτι της κόβεται συχνά ή λειτουργεί με πολλά προβλήματα. Το κράτος εθνικοποίησε τις ιδιωτικές εταιρείες internet providers εδώ και καιρό, και λίγο από ανικανότητα κι ελλείψεις, ρεύματος, υλικών, πολύ περισσότερο όμως σκόπιμα, αποκόβει τους πολίτες από τον κόσμο. Και μαζί με αυτό από την πληροφόρηση και από τους δικούς τους ανθρώπους.

Όλα αυτά τα έλεγε με την ηρεμία ενός ανθρώπου με σχέδια, με φιλοδοξία, με αξιοπρέπεια, που περνάει δύσκολα αλλά κάθε μέρα καλύτερα και το παλεύει όπως όλοι.

Με την ίδια φυσικότητα που μου είπε πως το καλοκαίρι θα πάει αυτές τις δυο βδομάδες και θα προσπαθήσει να κανονίσει, προσέχοντας πολύ πού και πώς, να κάνουν μια μικρή εκδρομή για μερικές μέρες σε κάποιο παραθεριστικό κέντρο με τη μητέρα του.

Όπως αυτές οι γλυκές εκδρομές που όλες οι οικογένειες έκαναν παλιότερα στη Βενεζουέλα για χρόνια, για δεκαετίες, και τις θεωρούσαν δεδομένες. Κάπως σαν αυτές που κάναμε εγώ κι εσείς με τους γονείς ή με τους φίλους μας, στον Πόρο, στις Σπέτσες, στο Ναύπλιο ή στην Κάρυστο. Και συνεχίζουμε να κάνουμε.

Ναι, έχει ακόμη πολύ δρόμο για παρακάτω…για όσους δεν το αντιλαμβάνονται…πάρα πολύ…


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος



Monday, February 13, 2017

Η Nelly´s θέλει για πασαρέλα την Ακρόπολη


Share/Bookmark
Η Έλλη Σουγιουλτζόγλου-Σεραϊδάρη (23 Νοεμβρίου 1899 - 17 Αυγούστου 1998), γνωστή ως Nelly's, υπήρξε από τους πρωτοπόρους της φωτογραφίας. Ελληνίδα φωτογράφος με διεθνή αναγνώριση. Καταγόταν από το Αϊδίνι, έλαβε την πρώτη της μόρφωση στη Σμύρνη, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά της μετά την καταστροφή του Αϊδινίου, έζησε στην Αθήνα του Μεσοπολέμου. Βρέθηκε στη Νέα Υόρκη με την έναρξη του πολέμου, όπου και έζησε και συνέχισε το έργο της ως το 1966, που επέστρεψε στη Νέα Σμύρνη, όπου και απεβίωσε το 1988. Έχει τιμηθεί με το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικα από την Ελληνική Δημοκρατία και από την Ακαδημία Αθηνών.

Η συλλογή της βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη, στο οποίο και την κληροδότησε.















Οι φωτογραφίες που δημοσιεύονται εδώ είναι από την περίφημη γυμνή φωτογράφηση της Μόνα Πάεβα, πρώτης μπαλαρίνας της Opera Comique, που δημοσιεύτηκαν στο Γαλλικό περιοδικό Illustration. Είχε προηγηθεί μια σειρά από μελέτες στο ανδρικό γυμνό στον ίδιο χώρο.


Αυτά συνέβησαν το σωτήριον έτος 1929, με την άδεια του τότε εφόρου της Ακρόπολης, Αλέξανδρου Φιλαδελφέα. Παρά το μικρό σκάνδαλο που προκαλείται στον επαρχιώτικο Αθηναϊκό τύπο που μιλά για βεβήλωση, έναν χρόνο αργότερα ο ίδιος έφορος της δίδει εκ νέου τη σχετική άδεια για φωτογράφηση με την ουγγαρέζα χορεύτρια Νικόλσκα, με λίγα πέπλα αυτή τη φορά.

Ο ουρανός βρίσκεται ακόμη στη θέση του, το Αττικό φως απαυγάζει το μνημείο και οι κίονες του Παρθενώνα δεν κλονίστηκαν. H Nelly´s φώτισε με τις σκιές της την ελληνική εικόνα, το μάρμαρο, τα σώματα τον ουρανό, και μιαν ολόκληρη εποχή σε έναν ολάκερο κόσμο. Είναι μέρος της ιστορικής μας μνήμης και της κληρονομιάς μας.


Όταν σε ένα έθνος τυχαίνει, όλο και πιο συχνά, το πίσω να φαντάζει πιο μπροστά από το τώρα, σε κάνει να υποψιάζεσαι, όχι χωρίς μια πρέζα μελαγχολίας, πως εννιά δεκαετίες περπατάμε, με τούτα και με κείνα, για να βρεθούμε πιο πίσω από εκεί που ξεκινήσαμε.


βλέπε σχετικά:

Εφημερίδα των συντακτών: Η Gucci θέλει για πασαρέλα την Ακρόπολη (sic), https://www.efsyn.gr/…/i-gucci-thelei-gia-pasarela-tin-akro…

Πηγές:

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος

Wednesday, February 8, 2017

Ηθικά διλήμματα των ελευθεριών


Share/Bookmark
Ένας πολίτης, γύρω στα 40, καλοστεκούμενος, μιλάει σε έναν σταθμό δημόσια για ένα επεισόδιο και λέει τα ακόλουθα:

«Μπήκα στο λεωφορείο. Ήταν γεμάτο , ήμουν κουρασμένος και όρθιος. Ανάμεσα στους καθήμενους ήταν ένας μαύρος. Εξανέστην. Χωρίς να απευθυνθώ σε κείνον προσωπικά απευθύνθηκα στους άλλους ‘Έλληνες.
Ε, φτάνει πια, μας παίρνουν τις θέσεις. Δεν φτάνει που έχουμε γεμίσει με τούτους δω, με υπανθρώπους παντού, εγκληματούν, νομίζουν πως είναι ίσοι με εμάς! Φταίμε εμείς που τους ανεχόμαστε και τους κοιτάμε. Δες τον ουρακοτάγκο, κάθεται και δεν μιλάει. Τι τον κοιτάτε; Φτύστε τον σκυλάραπα, βρε παλικάρια, μπας και καταλάβει. Φτάνει πια!»
«Εσείς τον φτύσατε;», ρωτάει η δημοσιογράφος.
«Εγώ όχι, ούτε επιχείρησα να τον σηκώσω, ούτε του μίλησα, σιγά μην απευθυνθώ στον αράπη. Μίλησα με τους συμπατριώτες μου και τα λέω και από τον σταθμό σας. Φτάνει πια να τους ανεχόμαστε. Να πάνε στα σπίτια τους, να κρυφτούν. Δεν έχουμε καμιά σχέση με αυτούς. Είναι κατώτεροι, πάει και τελείωσε, έχουν πρόβλημα, δεν είναι δικό μας, δεν έχουμε καμιά υποχρέωση να τους βλέπουμε να περιφέρονται στον δρόμο, στο μετρό, στα λεωφορεία και να μας λένε ότι είναι και δικαίωμά τους από πάνω. Πως εμείς έχουμε πρόβλημα που δεν μας αρέσουν οι φάτσες τους και τα ρούχα τους. Να πάνε από εκεί που ήρθαν, να κρυφτούν, τουλάχιστον να είναι διακριτικοί, να καταλαβαίνουν τη θέση τους. Δάσκαλος είμαι κι έχουν δει τα μάτια μου εμένα…τα λέω και στα παιδιά... έτσι είναι αυτοί!»

Τι νομίζετε; Έχει δικαίωμα να τα πει αυτά; Εμπίπτει στην ελευθερία του λόγου ή όχι; Είναι ελεύθερος να προσβάλλει και να παρακινεί σε βία άλλους έναντι τρίτων; Είναι μέρος της ελευθερίας του να προσβάλλει και να υποβιβάζει δημόσια έναν άλλο άνθρωπο ή μια κατηγορία ανθρώπων, ως κατώτερη, άρρωστη, διεστραμμένη; Είναι μέρος της ελευθερίας του να παρακινεί να το κάνουν και άλλοι; να βρίζει και να προτρέπει σε λεκτική, ψυχολογική ή σωματική βία, εναντίον ενός συγκεκριμένου ανθρώπου ή μιας κατηγορίας ανθρώπων, ακόμη και εάν δεν τις διαπράττει ο ίδιος αλλά τις δικαιολογεί;

Είναι, από την άλλη, ελεύθερος ο καθένας να είναι όπως είναι, όπως τον έκανε η φύση του, μαύρο, λευκό, gay, straight, ή όπως είναι οι πεποιθήσεις του, εφόσον δεν παραβιάζει τον νόμο και σέβεται την ελευθερία των άλλων, εβραίος, χριστιανός, βουδιστής, άθεος... χωρίς να δέχεται προσβολές και απειλές;

Πώς εξασφαλίζεται αυτό; Πρέπει να αυτοπροστατευθεί κάθε ένας ή κάθε κατηγορία ανθρώπων, με παρόμοια μέσα, να ανταπαντήσουν με τον ίδιο τρόπο (θα είχαν το δικαίωμα, προφανώς, εάν το αναγνωρίζουμε στον πρώτο); Να υποκύψουν στις απειλές; Να επιχειρήσουν να αυτοδικήσουν; Να αγνοήσουν τις προσβολές και τις απειλές δεν είναι δυνατόν, λέγονται δημόσια και όχι στον ιδιωτικό χώρο καθενός, τους τις πετούν κατάμουτρα.

Οφείλει η πολιτεία να προστατεύσει την ελευθερία κάθε ενός να κυκλοφορεί δημόσια, να ζει στον δημόσιο χώρο όπως όλοι, εφόσον δεν παραβιάζει τον νόμο, χωρίς να απειλείται, ή να τον προσβάλλουν, ή να τον τρομοκρατούν, και να τιμωρεί τους αυτουργούς και τους δράστες, ναι ή όχι;

Σε τι διαφέρει ο άγιος Πειραιώς, και κάθε άλλος παρόμοιος, από τον παραπάνω πολίτη στην παραπάνω φανταστική ιστορία;


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος







Monday, February 6, 2017

Τα διλήμματα


Share/Bookmark
Φαίνεται πως τα πράγματα είναι σοβαρά αυτή τη φορά.

Όλα δείχνουν πως η Ευρωπαϊκή ηγεσία, που πιστεύει στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση και βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα τσουνάμι απειλητικών γεγονότων, στην Ανατολή, τη Δύση και στον Νότο, έχει να αντιμετωπίσει πολύ σοβαρότερα πράγματα από την Ελληνική περίπτωση. Πράγματα που θέτουν σε κίνδυνο την ευημερία, την ασφάλεια και την ειρήνη μεγάλων και παλιών εθνών.

Έχει έναν δρόμο: να επιχειρήσει να προχωρήσει μπροστά με κάθε τρόπο και όσο ταχύτερα στην οικοδόμηση της Ευρώπης, απέναντι σε έναν όλο και πιο απειλητικό κόσμο, για να διασώσει την ειρήνη και την ευημερία στην ήπειρο. Ο άλλος θα είναι η παθητική αποδοχή της περιθωριοποίησης και του τεμαχισμού της ηπείρου μας, της περιθωριοποίησης ή και υποτέλειας μεγάλων και μικρών χωρών, αυτών του κεντρικού Ευρωπαϊκού πυρήνα.

Αυτή είναι η νέα συνθήκη που διαγράφεται από την αναβίωση της μιλιταριστικής πολιτικής της Ρωσίας, την εσωτερική αστάθεια στις ΗΠΑ, που ρέπει προς τον προστατευτισμό και το βραχυπρόθεσμο όφελος, κλονίζοντας την σταθερά 70 χρόνων παγκόσμιας ειρήνης, την Ευρωατλαντική Συμμαχία και την Ευρωπαϊκή διαδικασία ολοκλήρωσης. Η λεπτή κόκκινη γραμμή που χώρισε ξανά και ξανά την Ευρώπη με μικρές μετατοπίσεις, και τον κόσμο για αιώνες, και έδωσε εκατοντάδες μικρούς, μεγάλους και δυο παγκόσμιους πολέμους, φαίνεται να διαγράφεται και πάλι.

Η περίπτωση της Ελλάδας φαίνεται πως πλέον έχει μικρή συγκριτικά σημασία. Οι δηλώσεις και αποφάσεις του Ντράγκι, του Eurogroup, οι συγκεκριμένες απαιτήσεις προσαρμογής που παρουσιάζονται ως η ναυαρχίδα των απαιτούμενων των δανειστών, όπως η μείωση του αφορολόγητου, το 3,5% πλεόνασμα, φαίνεται να το επιβεβαιώνουν.

Είναι πιθανόν να μην είναι έτσι και οι απαιτήσεις αυτές να προωθούνται συστηματικά και να επιβάλλονται από την Ελληνική Κυβέρνηση έναντι ενός άλλου προγράμματος που δεν είναι σε θέση να προτείνει, μεταρρυθμίσεων στο συνταξιοδοτικό, στον αριθμό των ΔΥ και συνταξιούχων, δομικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος και τις αγορές. Δεν έχει μεγάλη σημασία εφόσον έτσι εμφανίζεται.

Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται να λένε στους Έλληνες (όχι μόνο στην κυβέρνησή τους) σοβαρά και αποφασισμένα:

"Διαλέξτε αν είστε μαζί μας σοβαρά ή όχι. Αν είστε, θα τα συζητήσουμε όλα (και το χρέος). Αν όχι, τον δρόμο σας."

Στη δε κυβέρνηση τους υποδεικνύουν δυο εξόδους:

μια, τη δική της από την εξουσία, εάν αποδεχτεί τα μέτρα που η ίδια προκαλεί, έστω με τρόπο διατεταγμένο, έστω χωρίς εκδικήσεις, με κάποιο είδος αμνηστίας που θα επαναφέρει μια προοπτική για τη χώρα να βγει από τον φαύλο κύκλο,

την άλλη, την έξοδο της χώρας-μπελά μαζί με την κυβέρνησή της. Να γράψουν τη ζημιά να τελειώνουν, με ένα χρήσιμο buffer zone στη νοτιοανατολική Ευρώπη, για να απορροφήσει εκεί τα απόνερα των συγκρούσεων ολόγυρα.

Η στενή παρέα γύρω από τον Τσίπρα, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της εξουσίας, δείχνει να προετοιμάζεται για την απόφασή της, σπασμωδική ή όχι. Ή να την έχει ήδη πάρει.

(Υπάρχει και μια τελευταία περίπτωση: είναι τόσο αστοιχείωτοι, αγράμματοι και τυφλοί που ούτε αυτό δεν καταλαβαίνουν, το πραγματικό τους δίλημμα)

Διαλέγετε και παίρνετε.

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος







Sunday, February 5, 2017

Δύσκολοι καιροί, προβλέψιμα απρόβλεπτοι...


Share/Bookmark
Πριν δέκα ημέρες ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ υπέγραψε ένα διάταγμα με το οποίο απαγόρευε την είσοδο στη χώρα ΚΑΘΕ πολίτη από επτά χώρες (Ιράκ, Ιράν, Υεμένη, Συρία, Λιβύη, Σομαλία και Σουδάν) και επ' αόριστον την υποδοχή Συρίων προσφύγων.

Το διάταγμα προκάλεσε χάος στα αεροδρόμια, από πολίτες των χωρών αυτών, με νόμιμα έγγραφα, βίζα των Αμερικανικών αρχών, ή ακόμη και πράσινη κάρτα μονίμου κατοίκου των ΗΠΑ. Οι έχοντες νόμιμα έγγραφα για την είσοδο στις ΗΠΑ ανέρχονται σε 60.000 άτομα.


Το διάταγμα, κακοδιατυπωμένο και έωλο, προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις στη χώρα και την προσφυγή από κράτη-μέλη της Ομοσπονδίας στα δικαστήρια.

Δεν κρίνω την ουσία. Αυτή είναι θέμα πολιτικό και μιλούν πολίτες και αντιπρόσωποι σε όλο τον κόσμο.

Άλλο είναι το πιο επικίνδυνο θέμα.

Την Παρασκευή το βράδυ, κατόπιν προσφυγών των Πολιτειών της Μινεσότα και της Ουάσινγκτον, ο Ομοσπονδιακός δικαστής James Robart, αποφάσισε, εντός των αρμοδιοτήτων του και σύμφωνα με τον Σύνταγμα, το προληπτικό μέτρο της άμεσης διακοπής της ισχύος του διατάγματος, μέχρι την κρίση της υπόθεσης. Την απόφαση προσέβαλε με έφεση η Κυβέρνηση, αλλά το Ομοσπονδιακό Εφετείο, το οποίο είναι η τελευταία βαθμίδα πριν το Ανώτατο δικαστήριο, επικύρωσε την απόφαση του δικαστή σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ομοσπονδιακού Εισαγγελέα:
Ver imagen en Twitter
WA Attorney General ✔ @AGOWA
Trump Administration's request for immediate administrative stay DENIED.

Το πλέον ανησυχητικό όμως δεν είναι αυτό. Πολλές φορές η Αμερικανική Δικαιοσύνη ακύρωσε διατάγματα και αποφάσεις Προέδρων, περιλαμβανομένου του προηγούμενου Προέδρου Ομπάμα. Ουδείς τους χάρηκε. Συνέχισαν με τα ένδικα μέσα και υπεράσπισαν το δίκαιο των αποφάσεών τους.

Ουδείς τους όμως αντέδρασε με τον τρόπο του Ντόναλντ Τραμπ, τουιτάροντας, από τη θέση του ανθρώπου που έχει καθήκον να υπερασπιστεί το Σύνταγμα και τις Διακριτές Εξουσίες και ελευθερίες που αυτό εγκαθιδρύει, στις οποίες στηρίζεται όχι ένας Πρόεδρος, αλλά η Δημοκρατία και η ισχύς της:
Donald J. Trump ✔ @realDonaldTrump
The opinion of this so-called judge, which essentially takes law-enforcement away from our country, is ridiculous and will be overturned!
14:12 - 4 feb 2017
" Η γνώμη(sic !) αυτού του υποτιθέμενου (sic!!) δικαστή, η οποία ουσιαστικά απομακρύνει την εφαρμογή του νόμου από τη χώρα, είναι γελοία (sic!!!) και θα αναιρεθεί (sic!!!!)."

Δύσκολοι καιροί, προβλέψιμα απρόβλεπτοι...

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος


πηγή πληροφοριών: El Pais




Friday, February 3, 2017

Ο γέρο πεύκος...


Share/Bookmark

 Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει καθώς το αυτοκίνητο έμπαινε στο χωριό. Η ερημιά του τοπίου γινόταν πιο έντονη από το πούσι που σκέπαζε τις υπώρειες του βουνού και έκανε τις σιλουέτες των σπιτιών και των δέντρων αχνές, σκέτες σκιές.

Ψυχή ζώσα, εδώ και ώρα, στον δρόμο.

Ξάφνου, μία πινελιά δραστηριότητας. Επτά οχτώ άνθρωποι καταγίνονταν με κάτι, κουβαλούσαν σκοινιά και αλυσοπρίονα, δίπλα στον δρόμο. Μερικά αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα, σχεδόν έκλειναν τον στενό δρόμο.

Σταμάτησα και βγήκα, τους γνώριζα άλλωστε τους περισσότερους.

Το αντικείμενο της ασχολίας τους έστεκε εκεί, αδιάφορο και περήφανο, όπως έκανε χρόνια τώρα, από τότε που θυμόμουν τον εαυτό μου να τριγυρίζει εκεί. Ένα θεόρατο πεύκο, μια κουκουναριά, γύρω στα δώδεκα μέτρα ψηλό, που ένα κονκλάβιο ανησυχούντων γειτόνων έκρινε ότι, αρκετά πια, η ανάπτυξή του έθετε σε κίνδυνο τα παρακείμενα σπίτια. Ρώτησα, πλάγια, και έμαθα ότι τις ανησυχίες τους είχε αποδεχθεί και το δασαρχείο και είχε δώσει άδεια.

Για να κοπεί ο γίγαντας.

Παρηγορήθηκα στη σκέψη ότι είχε παραδώσει τη σκυτάλη, βλέποντας τέσσερεις κουκουναριές, μεγάλες αλλά πολύ μικρότερες από τον γίγαντα, τριγύρω. Άκουσα τις συζητήσεις των πιο έμπειρων πως θα κατάφερναν να τον ρίξουν χωρίς να πέσει πάνω στα διπλανά οικήματα, με εναέρια κοπή των πιο ψηλών κλαδιών, και έπειτα με στοχευμένη τοποθέτηση σφηνών στην εγκοπή, ενώ ταυτόχρονα με σκοινιά θα τραβούσαν την κορυφή για να της δώσουν την επιθυμητή κλίση στην πτώση της.

Μέτρησα με σεβασμό και μουντή διάθεση, σαν τον καιρό γύρω μας, την περιφέρεια του θαυμάσιου δέντρου: τρία μέτρα περιφέρεια. Έπειτα έμεινα παράμερα, παρακολουθώντας την κορύφωση της πράξης.

Ο γίγαντας δέχτηκε την τομή, στο προκαθορισμένο σημείο, μπήκαν οι σφήνες, τραβήχτηκαν τα σκοινιά, έγειρε λίγο ελαφρά στην αρχή, μούγκρισε με ένα τρίξιμο που εξελίχθηκε σε κρότο. Και έπεσε με έναν δυνατό γδούπο, συντρίβοντας κάτι ελιές που ήταν παραπέρα.

Αισθάνθηκα σαν να είδα θάνατο και κηδεία μαζί.

Πλησίασα στην τομή και μέτρησα τους δακτυλίους, άλλους καθαρούς και πλατιούς, ιδίως στην αρχή της ζωής του δέντρου, άλλους, τους πιο πρόσφατους, στενούς και αδιόρατους. Μερικοί είχαν ανοιχτό ξανθό χρώμα, άλλοι ήταν πιο σκούροι. Σημάδια των μεταπτώσεων της υγρασίας, της γονιμότητας της γης, του κλίματος, όλα αυτά τα χρόνια που άφησαν τα σημάδια τους στους δακτύλιους της γέρικης κουκουναριάς.

Μέτρησα 232 δακτυλίους. Η μέτρηση συμφώνησε με την αφήγηση του παρακείμενου γείτονα, ότι αυτό το δέντρο ήταν πάνω από 200 χρονών.

Σκέφθηκα μελαγχολικά ότι αυτό το δέντρο γεννήθηκε το 1785. Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση. Λίγο μετά τα Ορλωφικά. Όταν τη θάλασσα που αντίκριζε τη λυμαίνονταν ακόμη οι πειρατές. Η Μεγάλη Αικατερίνη βασίλευε ακόμη στη Ρωσία. Ο Κοραής ήταν πιθανότατα στο Παρίσι. Και οι δικοί μου πρόγονοι δεν είχαν ακόμα αρχίσει να αφήνουν σημάδια για να τα βρω, εγώ ο Κοντορεβιθούλης.

Τώρα θα μετατραπεί σε ανώνυμα σανίδια για οικοδομή και για ναυπηγική, όπως τόσα εκατομμύρια άλλα δέντρα στην ιστορία.

Τι κρίμα.

Αλλά έτσι είναι αυτά. Τα πάντα ρει, και ουδέν μένει...