Tuesday, January 10, 2017

Περί καψούρας και πολιτικής


Share/Bookmark
Ενδεχόμενα να είμαι ένας από τους ελάχιστους Έλληνες που δεν έχουν ακούσει ποτέ, ή δεν έχουν αντιληφθεί ότι ακούνε κάποιο τραγούδι του Ρέμου, ή του Πλούταρχου, παλαιότερα και άλλων παρεμφερών. Θυμάμαι όμως τα ονόματά τους, καθώς περνάνε όπως και τα χρόνια από τη λεζάντα της μνήμης μου, μέσα από τα μάτια φίλων ή γνωστών, ανθρώπων που συναντούσα παντού. Ορισμένων μάλιστα θα έλεγες συγκροτημένων, καλοβαλμένων ανθρώπων, άλλων πιο λαϊκών και ελαφρολαϊκών, φτωχότερων και ευπορότερων. Ονόματα που πέρασαν, ξεχάστηκαν κι έσβησαν με τον καιρό, όπως και τα τραγούδια.

Δεν τα ακούω διότι δεν με διασκεδάζουν. Έχω πιάσει τον εαυτό μου κάποιες φορές να εύχεται να τον διασκέδαζαν και να μπορούσα να τα ακούσω.

Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι δικαιούμαι να περιφρονώ τους δημιουργούς αυτούς, μήτε το έργο τους, ούτε όσους το αγαπούν και κάτι αγγίζει μέσα τους. Δεν μπορούμε να το θωρούμε αφ’ υψηλού . Σε αρκετές περιπτώσεις μού φαίνονται μάλιστα ιδιαιτέρως επιτυχημένοι ως δημιουργοί, σύμφωνα με τον χρυσό κανόνα κρίσης ενός έργου, όπως τον περιέγραψε ο William Burroughs σε μια από τις περίφημες επιστολές του από την Ταγγέρη στον άλλο μεγάλο ποιητή και αγαπημένο, τον Allen Ginsberg, χαμένο κάπου σε κάποιους δρόμους στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, πριν ακόμη γράψει το Ουρλιαχτό: «Οι περισσότεροι κριτικοί κάνουν ένα μεγάλο λάθος», έλεγε ο Burroughs. «Κρίνουν το έργο με βάση τους στόχους που θέτουν οι ίδιοι σε αυτό και όχι βάσει των στόχων που έχει θέσει το ίδιο στον εαυτό του».

Αν δει κανείς από αυτή τη σκοπιά, το έργο των εν προκειμένω καλλιτεχνών να ψυχαγωγήσει ένα κοινό και να εκφράσει την καψούρα του επέλεξε, δεν είναι κακό πράγμα, και το πέτυχε. Δεν διεκδίκησε δάφνες μεγάλης μουσικής, μήτε την αιωνιότητα, ούτε προσπάθησε να το παίξει αυθεντικό λάτιν, αυθεντικό δημοτικό, και άλλα πολλά που αποτυχημένα διεκδίκησαν πολλοί άλλοι έντεχνοι δημιουργοί - ας μη λέμε ονόματα, θυμόμαστε τι συνέβη στον Πανούση και πώς κατέληξε σήμερα ο ακατονόμαστος μαχητής των φτωχών και του έθνους.

Το έργο του Ρέμου, του Πλούταρχου, του Ρουβά, δηλωμένα επιδιώκει να διασκεδάσει μια ευρεία κατηγορία ανθρώπων, χωρίς αξιώσεις αιωνιότητας. Και οι δημιουργοί του το πετυχαίνουν και ο κόσμος τους ανταμείβει. Λοιπόν, μπράβο τους, και χαίρομαι που περνούν καλά κάποιοι άνθρωποι μαζί τους. Σέβομαι και τη γνώμη τους ενίοτε, πετυχημένοι όντας κάτι κατάφεραν στη ζωή τους.

Έτσι δεν κατανοώ γιατί ορισμένοι υπερευαίσθητοι φίλοι ενοχλούνται από την επαφή του κ. Μητσοτάκη με τον Ρέμο. Μήπως θάπρεπε να προσβάλει όσους τον ακούν; να επι-δείξει την ανωτερότητά του; Να αγνοήσει την αισθητική τους σαν να μην υπάρχει; Να τους κατατάξει εκ προοιμίου στους αντιπάλους μόνο και μόνο για τα γούστα τους (δεν είναι και πολύ φιλελεύθερο αυτό); Δηλαδή τι θα έπρεπε, να στείλει πεσκέσι τις ψήφους όσων τον ακούνε και διασκεδάζουν με αυτόν, στον ΣΥΡΙΖΑ, τον όποιο Καμμένο, τον όποιο Σώρρα, ή σπίτι τους για λόγους αισθητικής καθαρότητας;

Όταν είσαι σοβαρός πολιτικός, το μεγαλύτερο λάθος που μπορείς να κάνεις είναι να περιφρονήσεις την αισθητική και το ύφος των δυνητικών ψηφοφόρων του αντιπάλου σου. Η Χίλαρυ Κλίντον και μαζί της πολλοί σοβαροί φιλελεύθεροι, αλλά και συντηρητικοί, έκαναν το ίδιο λάθος: αναφέρθηκαν υποτιμητικά στους δυνητικούς ψηφοφόρους του Trump, προβάλλοντας υπερβολικά τη δική τους (σαφέστατη) ανωτερότητα, διανοητική, ηθική, καλλιέργειας, κινήτρων, και προσβάλλοντας τη μέτρια αισθητική των αντιπάλων τους. Ακόμη και αν είναι αληθές, δεν είναι χρήσιμο. Είναι απλώς λάθος. Τους προσέβαλαν και την πάτησαν και μαζί τους και όλοι οι υπόλοιποι. Δεν προστάτεψαν από τον Trump τους συμπολίτες τους, τους έστειλαν στην αγκαλιά του. Το ίδιο συνέβη εν μέρει και με τον Cameron και σε πολλές άλλες περιπτώσεις υπερβολικής επίδειξης μιας (πιθανόν) αληθούς διανοητικής και πολιτιστικής ανωτερότητας.

Οι άνθρωποι αναζητούν καταρχήν κάτι οικείο που τους προκαλεί εμπιστοσύνη, ένα κομμάτι από το πρόσωπό τους.

Πού βρίσκεται το όριο πέρα από το οποίο το πρόσωπο του πολιτικού παραμορφώνεται όταν μοιάζει υπερβολικά με αυτό των ψηφοφόρων του; Δύσκολο να το πει κανείς. Ποιος είναι ο καθρέφτης και ποιος ο αντικαθρεφτισμός, ποιος μοιάζει αλλά τραβάει προς το καλύτερο τον άλλον, ή προς το χειρότερο; Δεν υπάρχει κάποιος γενικά εφαρμόσιμος κανόνας, κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Πού θέλει να το πάει και πού θα το φτάσει το πράγμα.

Αλλά για να έχει οποιαδήποτε πιθανότητα να επηρεάσει τον άλλον, να έχει ένα αποτέλεσμα, οφείλει να ρισκάρει να εγκαταστήσει επικοινωνία με τον απέναντι, ακόμη κι αν δεν του μοιάζει τόσο. Να ανοίξει δίαυλο. Να ανακατευτεί. Υπ' αυτή την προϋπόθεση, η ανωτερότητα του πολιτικού και αυτού που εκπροσωπεί μπορεί να γίνει αποδεκτή χωρίς να προσβάλλει. Δεν είναι ανάγκη να υποτιμά χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο όλους όσοι σκέφτονται ή αισθάνονται διαφορετικά. Είναι λάθος η πόλωση. Το "εμείς" (οι πιο πολιτισμένοι) και "αυτοί" (η κακόγουστη πλέμπα, οι συριζαίοι, οι οξαποδώ κλπ). Μετατρέπει σε πλειοψηφία το "αυτοί", όχι το "εμείς". Γι' αυτό και το επιδιώκουν οι κατώτεροι και λαϊκιστές πολιτικοί. Τους δίνει λόγο και τρόπο να εμφανιστούν σαν υπερασπιστές των προσβεβλημένων, των περιφρονημένων, να πουλήσουν αντίσταση στο "σύστημα" και λοιπές "αξιοπρέπειες".

Σημαίνει ετούτο πως εν τέλει δεν υπάρχει κατώτερο κι ανώτερο, αισθητικά, διανοητικά, πως όλα είναι ίδια; Όχι, βέβαια. Σε κάθε τομέα υπάρχει και κατώτερο, και ανώτερο, και μέτριο.

Το ανώτερο όμως όλων αποδεικνύεται ως τέτοιο όταν είναι χρήσιμο, δηλαδή όταν κερδίζει κι αναγνωρίζεται από όλους. Και είναι πραγματικά ανώτερο, όταν επιδεικνύει σεβασμό, ταπεινοφροσύνη και απέναντι στο μέτριο και στο κατώτερο. Όταν δίνει σε όλους τη δυνατότητα να αναγνωρίσουν την ανωτερότητά του δίχως να χάσουν την αξιοπρέπεια και τον εγωισμό τους.

Ας μη φοβόμαστε μπας και στάξει καμιά καψούρα νότα στις κάπως αποστειρωμένες αυλές μας.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος









No comments:

Post a Comment