Saturday, January 31, 2015

Πού πάει ο λαϊκισμός όταν πεθαίνει;


Share/Bookmark


Υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα ολοκληρωτικά και τα λαϊκίστικα καθεστώτα.

Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα λειτουργούν σε ένα καθεστώς πλήρους ελέγχου της κοινωνίας από ένα δαιδαλώδες και πανταχού παρόν κράτος, δηλαδή από αυτούς που το ελέγχουν. Το κράτος δεν αναγνωρίζει κανένα όριο στην εξουσία του, καμιά περιοχή ασφάλειας, ιδιωτικότητας, αυτοβουλίας και εν τέλει αξιοπρέπειας για τον πολίτη. Τα πάντα αποφασίζονται εκτός του πολίτη στον μέγιστο βαθμό.

Ο μηχανισμός του κράτους καταλήγει έτσι να είναι κατά κύριο λόγο ένα σύστημα μηχανιστικής παιδείας, μια μανιχαϊστική επανάληψη, ένα κομποσκοίνι επαναλαμβανόμενων στερεοτύπων, μια διαρκής εκπαίδευση μέσω της προπαγάνδας, που έχει μόνο σκοπό να πείσει τους πολίτες να ενσωματώσουν το σύστημα εξουσιών μετατρεπόμενο σε σύστημα αξιών. Να δημιουργηθεί στους ανθρώπους μια  ψυχική δομή η οποία στηρίζεται στον ακρογωνιαίο λίθο του φόβου.
Τον φόβο των άλλων, των πανταχόθεν απειλών, που δικαιολογεί με τη σειρά του την αναγκαιότητα του φόβου προς τον εξουσιαστικό μηχανισμό και την υποσυνείδητη ταύτιση ή, έστω, τον εκβιασμό της υποτακτικής ανοχής των ανθρώπων. Λογική συνέπεια αυτού είναι ότι τα ολοκληρωτικά καθεστώτα αντιμετωπίζουν κάθε διαφωνία, κάθε διαφορετικότητα είτε ως συνωμοσία είτε ως τρέλα, και φέρονται κατ’ αντιστοιχία στους υπόπτους.

Ο Στάλιν ο πατερούλης, ο Μάο ο μεγάλος τιμονιέρης, ο Κιμ Γιονγκ Ουν, διάδοχος του πολυαγαπημένου ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ιλ, διάδοχος κι αυτός ενός άλλου ήλιου της αλήθειας, του Κιμ Ιλ Σουνγκ, ο Άσαντ, με αμέτρητους νεκρούς και χαμένες ζωές καθένας στον λαιμό του, δεν είναι παρά εκδοχές αυτού του συστήματος που πρωτοφανερώθηκε τον 20ο αιώνα ως μια εκτροπή του σύγχρονου κράτους δικαίου που είχε επινοηθεί κατά τον 18ο και 19ο αιώνα.
Τα καθεστώτα αυτά είναι ικανά για οποιαδήποτε ακρότητα, αλλά με την ίδια ακριβώς φυσικότητα είναι καταδικασμένα, όσο υπάρχει ακόμη και μια ελεύθερη κοινωνία στον πλανήτη. Είναι υποδεέστερα, λιγότερο παραγωγικά, σπαταλούν πόρους και για να επιβιώσουν εξοντώνουν το σημαντικότερο από τα παραγωγικά πλεονεκτήματα: τη φαντασία του ανθρώπινου πνεύματος.
Η διαφορά παραγωγικότητας τα καταδικάζει. Νομοτελειακά οπισθοδρομούν στη φεουδαρχία και την οικογενειοκρατία, ξεπέφτουν, και τη στιγμή που ο φόβος εξαφανίζεται, εξαφανίζονται δια μιας μαζί του.

Τα λαϊκίστικα καθεστώτα έχουν αρκετές ομοιότητες με τα ολοκληρωτικά, όπως η συνωμοσιολογία, που σε αυτά όμως μοιάζει περισσότερο με κουτσομπολιό που μεταφέρει πάντα την ευθύνη και την προοπτική σε κάποιους άλλους.

Τα λαϊκίστικα καθεστώτα εμφανίζονται εντός των δημοκρατικών θεσμών, τους οποίους και εκφυλίζουν υπό την καθοδήγηση ενός λαϊκιστή ηγέτη. Το ξόρκι τους στοχεύει στη χειραγώγηση των θεσμών της Δημοκρατίας, με πρώτον αυτόν του δημόσιου διαλόγου και της λογικής αντιπαράθεσης. Δεν στηρίζονται τόσο στην καλλιέργεια του φόβου, αλλά της άγνοιας. Μέσα από αυτήν κατορθώνουν να εξαργυρώνουν στις κάλπες της δημοκρατίας ψευδεπίγραφες ελπίδες.
Αντί να επιβάλλουν μια αυταρχική παιδεία, αποδομούν κάθε μορφής παιδεία, με την ευρεία έννοια. Τα μέσα, έντυπα και ηλεκτρονικά, μεταφέρουν σταδιακά όλο και παραπάνω δευτεράντζα, γίνονται τελικά σκουπιδαριό. Η σημαντική τέχνη και η σκέψη θάβονται κάτω από τόνους θορύβου. Χρησιμοποιούν τις ταπεινότερες απλουστεύσεις. Αναπτύσσουν ένα κατάλληλο μείγμα εθνικισμού, θρησκοληψίας, προλήψεων και δήθεν κοινωνικής αλληλεγγύης για να καλλιεργήσουν τις πλέον χαμερπείς συμπεριφορές: τον φθόνο, τη ματαιοδοξία, την κολακεία, την ψευδαίσθηση της μοναδικότητας, το φθηνό συναίσθημα.

Παραποιούν το νόημα την λέξεων, στρεβλώνουν τη γλώσσα, τη γεμίζουν ενοχές και κενά γνώσης, καθιστώντας αδύνατο τον λογικό διάλογο.

Το εκπαιδευτικό σύστημα των λαϊκίστικων καθεστώτων, σε αντίθεση με το στιβαρό εκπαιδευτικό σύστημα των ολοκληρωτικών καθεστώτων, απλώς αφήνεται να καταρρεύσει μέσα από την κυριαρχία της «φιλεύσπλαχνης» αμάθειας, που περιορίζει την προσπάθεια και τον κόπο με αγαθές δικαιολογίες.

Εξασφαλίζουν έτσι σταδιακά τον περιορισμό έως και την  εξάλειψη της κριτικής σκέψης, διακόπτουν την παραγωγή δομημένης αμφιβολίας, αφανίζουν την εναλλακτική αντίληψη.

Όταν, παρά ταύτα, η ελεύθερη στάση και σκέψη ξεμυτίζει, κάπου την αντιμετωπίζουν με βίαιες μεθόδους: γελοιοποιείται, ποινικοποιείται στη συνείδηση των πολιτών, προσδιορίζεται εξαρχής ως ένοχη, καταλήγει κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε. Δημιουργούν την καρικατούρα του "κουλτουριάρη", του "αναρχικού", του "φιλελεύθερου" και  στη συνέχεια οι καλλιεργημένοι και αμφισβητίες αντικαθίστανται στον Δημόσιο χώρο από τις καρικατούρες τους.
Έτσι εξοντώθηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια ακόμη και η ειλικρινής αμφισβήτηση, η εναλλακτική σκέψη και πράξη, που σταδιακά καλύφθηκε από τη χουλιγκανίστικη, βίαιη μορφή της.
Έτσι υποκαταστάθηκε πονηρά η ορθολογική και ανοιχτή φιλελεύθερη σκέψη, η οποία είναι η κατεξοχήν επίφοβη για τον λαϊκισμό,  από τη νεοσυντηρητική, "νεοφιλελεύθερη" καρικατούρα της.
Οι μηχανισμοί της Δημοκρατίας στον λαϊκισμό χρησιμοποιούνται ως επίφαση, μετατρέπονται σε ένα αδειανό πουκάμισο, που δεν τολμά όμως το καθεστώς να αφαιρέσει, γιατί ακριβώς δεν περιέχει τίποτα στο οποίο το ίδιο θα μπορούσε να στηριχθεί μετά, σε αντίθεση με το ρωμαλέο ολοκληρωτικό καθεστώς.

Με αυτόν τον τρόπο δοξάζεται ο λαϊκιστής ηγέτης, ο μεγάλος εκμαυλιστής. Χάρη στην άμετρη αυταρέσκειά του, που καταλήγει σε ψευδαίσθηση αυτάρκειας και κάποιας μορφής συναισθηματικό αυτισμό. Εμφανίζεται ως φωτισμένος ανάμεσα σε αυτούς που κινούνται στο μισοσκόταδο της αμάθειας, μέσα από το οποίο τους οδηγεί.

Τα δύο καθεστώτα, λαϊκισμός και ολοκληρωτισμός, έχουν πολλά κοινά, όπως προαναφέρθηκε, αλλά ένα διακριτικό: επειδή ο λαϊκισμός οφείλει να αγοράζει διαρκώς τις ψήφους οπαδών λόγω της δημοκρατικής επίφασης, είναι ως προς τα πρόσωπα πιο ασταθής. Αναγκάζεται να αποδομεί διαρκώς οποιοδήποτε σύστημα αξιών, κάθε αρχή, κάθε αναφορά.

Οι αντιστάσεις των θεσμών στον λαϊκισμό, όπως και η εξέλιξή τους, καθώς και οι μεταμορφώσεις των λαϊκιστών διαφέρουν από κοινωνία σε κοινωνία και από δημοκρατία σε δημοκρατία.
Από τον Καρντένας στον Τσάβες, από τον Περόν στον Ανδρέα Παπανδρέου, στον  Βίκτορ Ορμπάν, στον Τσίπρα, στον Μπερλουσκόνι, στον Γκρίλλο, η συνταγή επιβίωσης του λαϊκισμού είναι η ίδια.
Νομιμότητα γίνεται η μετριότητα.

Η κατάληξη και οι συνάφειες

Η αντίφαση του λαϊκίστικου καθεστώτος έγκειται ακριβώς στο ίδιο σημείο από το οποίο εξαρτάται η επιβίωσή του. Η επικράτηση του όλο και πιο μέτριου αποτελεί αναγκαιότητα για να διατηρήσει τη δυναμική του, για να παραμείνει σταθερό εσωτερικά, αλλά ταυτόχρονα το καθιστά διαρκώς υποβαθμιζόμενο σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο, όπου αναγκάζεται να συνυπάρξει με δημοκρατίες που στηρίζονται στην ελευθερία και την ευθύνη.

Στο τέλος του δρόμου αυτού το λαϊκίστικο καθεστώς έχει δύο επιλογές: να μετατραπεί σε ολοκληρωτικό, με το οποίο μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία, στην απελπισμένη προσπάθεια της άρχουσας ομάδας να παραμείνει στη θέση της ή να επιτρέψει να γεννηθεί μέσα από μια ανατροπή ένα καινούριο δημοκρατικό σύστημα, εφόσον κάποιοι θεσμοί της Δημοκρατίας αντέχουν ακόμη και η κοινωνία βρει τις δυνάμεις που απαιτούνται για να αναδείξει μια νέα πολιτική ηγεσία.

Η Βενεζουέλα θα αντιμετωπίσει σύντομα το αντίστοιχο δίλημμα. Το ίδιο και η ευρωπαϊκή Ουγγαρία όπως και η Ιταλία (επικαιροποιημένη παρατήρηση: η Ιταλία φαίνεται να το αντιμετώπισε μέχρι στιγμής επιτυχώς). Η σημερινή Περσία, μια μεγάλη και πολιτισμένη δυτικότροπη χώρα βρίσκεται ίσως σε αυτή την επίπονη μετάβαση τα τελευταία χρόνια. Με διαφορετικές προοπτικές η καθεμία.

Ο φασισμός είναι μια ειδική ξεχωριστή κατηγορία. Υπήρξε ένα μοναδικό φαινόμενο, που προήλθε από τη  σύζευξη και όχι τη διαδοχή των δύο συστημάτων, του λαϊκισμού με τον ολοκληρωτισμό. Η διακηρυγμένη τερατογένεση του εθνικοσοσιαλισμού.

Το φασιστικό φαινόμενο ως κυρίαρχη κοινωνική κατάσταση δεν επαναλήφθηκε έκτοτε. Αλλά κανείς δεν εγγυάται ότι δεν θα επαναληφθεί. Το έζησε η ανθρωπότητα  σε μια πολύ σύντομη, μοναδική και ακραία στιγμή στην ιστορία της, μια στιγμή ολοκληρωτικής καταστροφής, έναν κατακλυσμό από αίμα και ανθρώπινο πόνο και κόπο γενεών που σπαταλιόνταν. Όπως με τις μεγάλες επιδημίες, οι επιζώντες και, κυρίως, τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους τείνουμε να ξεχνούμε τον κόσμο που καταστράφηκε, αυτούς που χάθηκαν, καθώς οι ίδιοι ζούμε και αναδημιουργούμε με βάση ό,τι απόμεινε από αυτόν.

Το βέλος του χρόνου και εμείς

Ο Ilya Prigogine απέδειξε το αναπότρεπτο βέλος του χρόνου, αυτή την αναπόδραστη ροή που δεν μας επιτρέπει να επιστρέψουμε ποτέ πίσω, όταν η εντροπία έχει αποσυνθέσει και καταστρέψει δια παντός την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε προγενέστερα. Ο ίδιος  ομολογεί ότι αυτή την αλήθεια την είχε ήδη υποψιαστεί νέος διαβάζοντας μια φράση ενός άλλου νομπελίστα, λογοτέχνη αυτή τη φορά, του  Henri Bergson, ο οποίος στο "L'évolution créatrice" (Η δημιουργική εξέλιξη)  αναφέρει:
«Όσο βαθύτερα μελετούμε τη φύση του χρόνου, τόσο καλύτερα καταλαβαίνουμε ότι διάρκεια σημαίνει εφευρετικότητα, επινοητικότητα, δημιουργία μορφών και προτύπων, συνεχής επινόηση του απολύτως καινούργιου».

Η φράση αυτή περιέχει πολλές από τις απαντήσεις στα πολιτικά και ανθρώπινα ερωτήματα που τίθενται καθημερινά, καθώς το δικό μας λαϊκίστικο καθεστώς πλησιάζει στην τελευταία του φάση συγκρουόμενο με την αντικειμενική πραγματικότητα που το ίδιο δημιούργησε. Δρόμος επιστροφής δεν υπάρχει.
Συνοψίζει το επείγον πρόταγμα των εξελίξεων και των διεργασιών που έχουμε δρομολογήσει οι φίλοι της ελευθερίας, για τη δημιουργία νέων πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας.
Η μορφή που θα πάρει η κοινωνία μας εξαρτάται από την επιτυχία ή την αποτυχία της προσπάθειάς μας.


 Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος   





πρώτη δημοσίευση: Μάρτιος 2013

εικόνα: λεπτομέρεια από το έργο Head VI (1948) του Francis Bacon, εμπνευσμένο από το αριστούργημα του Velasquez, Portrait of Pope Innocent X.





Friday, January 30, 2015

Plan B


Share/Bookmark
"Θα έρθει η ώρα εκείνη που το Plan B θα εξελιχθεί σε B movie. Από εκείνα με τους δαίμονες και τα ζόμπι."

Ο Μοναχός Δίχως Πρόσωπο

Σ.Σ. Αυτή είναι η πρώτη προφητεία που αποκαλύπτω ότι είναι του Γέροντος που μου εξιστορεί κατά καιρούς τα μελλούμενα και τις σοφίες του Θεού. Ας τον θυμόμαστε εφεξής ως Μοναχό Δίχως Πρόσωπο (The faceless monk). Στον δρόμο για την Αγιοσύνη θα μας ποστάρει κατά καιρούς τα μαντάτα του Κυρίου και τις βουλές του. Πού θα πάει, θα αγιάσει κι αυτός κάποτε.  Εδώ ο συνάδελφος του άγιασε προφητεύοντας ότι οι Ρώσοι θα πάρουν την Πόλη για να τη δώσουν στους Ρωμιούς. 



Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος   

Ο χαμένος λαχνός


Share/Bookmark
Το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά απέρριψε αγωγή ενός πολίτη ο οποίος έχασε το jackpot των 22 εκατομμυρίων ευρώ για επτά δευτερόλεπτα.

Ο κ. Joel Ifergan αγόρασε δυο λαχνούς για την εβδομαδιαία κλήρωση το 2008 αλλά ο δεύτερος, με τους αριθμούς που κέρδισαν, εκτυπώθηκε λίγες στιγμές μετά το deadline.

Έτσι για επτά μόλις δευτερόλεπτα, για λίγες στιγμές, για ένα μικρό κενό, μια καθυστερησούλα ανάμεσα στην αγορά και την εκτύπωση, για μια μικρή αργοπορία, ίσως αποτέλεσμα ενός δισταγμού, μιας αμφιβολίας, κάτι που απέσπασε την προσοχή, μια βιτρίνα ή μια όμορφη γυναίκα, ένα μικρό καθημερινό γεγονός, ήταν αυτό που έκανε τον παρολίγον μεγάλο τυχερό κ. Joel Ifergan, να χάσει τον Πρώτο Λαχνό του λαχείου και να πληρώσει και 100.000 δολάρια δικαστικά επιπλέον διεκδικώντας το ματαιωμένο όνειρό του.

Αλλά έτσι είναι τα λαχεία, η πουτάνα η τύχη, και για τους ανθρώπους, και για τα κόμματα, και για τις επιχειρήσεις, και για τις ομάδες, και για τις χώρες. Μπορεί να έχεις αγοράσει δυο λαχνούς και ο ένας να σου βγει τζούφιος αλλά ο άλλος, ο ΑΛΛΟΣ!, ο Μεγάλος, να τον χάσεις στο παραλίγο, για μια καθυστέρηση, μια στραβή, μια «σκληρή διαπραγμάτευση», για λίγες ψεκασμένες ψήφους, για έναν Σαμαρά, για έναν Τσίπρα, ένα ατύχημα, και να τυπωθεί τελικά μερικά δευτερόλεπτα αργότερα από την κρίσιμη στιγμή. Άχρηστο πια και καταθλιπτικό χαρτί. Χαρτί της μελαγχολίας.

Και μετά, όσα και να πληρώσεις, όσο και να το παλέψεις, δεν τον ξαναβρίσκεις τούτον τον μοιραίο λαχνό, δεν το βάζεις πάλι αυτό το γκολ, δεν το ξανακερδίζεις το παιχνίδι, δεν σε ξαναβάζουν στο κλαμπ των ισχυρών αν βρεθείς απέξω, αν ξεπέσεις. Όχι στη δική σου τη ζωή, όχι στη δική σου γενιά.

Ύστερα θα βρεθούν κάποιοι συμπονετικοί να πουν «βρε, τον καημένο!», αλλά κανένα δικαστήριο δεν θα σε δικαιώσει, καμιά τροπή της ιστορίας δεν θα αναστραφεί. Κι αυτή η συμπόνια, η κατανόηση στον φουκαρά, θάναι χειρότερη από την αδιαφορία για αυτόν που κάτι θα μπορούσε να γίνει, που σχεδόν υπήρξε, αλλά δεν έγινε, κι απόμεινε να γυρνάει πίσω χωρίς άλλη ευκαιρία. Φουκαράς κι απελπισμένος.

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος


Η είδηση είναι από το BBC
http://www.bbc.com/news/world-us-canada-31046397


Thursday, January 29, 2015

Κύπρος: εισβολή και κατοχή. Ή μήπως όχι;


Share/Bookmark

Μέχρι το 1974 η Κύπρος ήταν μια ενιαία χώρα μέλος του ΟΗΕ που κατοικούνταν από Ελληνοκυπρίους κατά περίπου 70% και από Τουρκοκυπρίους κατά 30%. Η αποικιακή Διοίκηση από τη Μεγάλη Βρετανία, μέρος της Αυτοκρατορίας της οποίας υπήρξε το νησί, μετά και από τον ηρωικό αντιαποικιακό αγώνα τον Κυπρίων, με την καθοδήγηση του Μακαρίου, έληξε με την υπογραφή των  Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου τον Φεβρουάριο του 1959. Με βάση τις συνθήκες αυτές, που τέθηκαν σε ισχύ στις 16 Αυγούστου 1960,δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο Κυπριακό Κράτος.
Κατά τη διάρκεια του αντιαποικιακού αγώνα αναπτύχθηκαν εντάσεις μεταξύ των κοινοτήτων. Βασική επιδίωξη της ελληνοκυπριακής κοινότητας ήταν η ένωση με την Ελλάδα, που προκαλούσε φόβο στους Τουρκοκυπρίους σε σχέση με τη θέση τους ως μειονότητα σε ένα κράτος όπου ο Ελληνικής καταγωγής πληθυσμός θα ήταν συντριπτικά μεγαλύτερος. Η ασφάλεια, η προστασία και αναγνώριση των δικαιωμάτων τους ως ξεχωριστής κοινότητας θα ήταν απαραίτητη για να καταλαγιάσει κάπως αυτός ο φόβος.
Η πρώτη φάση του ηρωικού αντιαποικιακού αγώνα από την ΕΟΚΑ ενίσχυσε τους φόβους των Τουρκοκυπρίων ότι ίσως τους περίμενε η μοίρα των ομοεθνών τους από άλλες περιοχές που ενώθηκαν με την Ελλάδα παλαιότερα και εκδιώχθηκαν από τον τόπο τους, όπως στην Κρήτη. Τον Ιούλιο του 1958 αυτή η ένταση έφτασε σε  έξαρση και δεκάδες δολοφονίες και συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες έλαβαν χώρα στο νησί. Θηριωδίες που διεπράχθησαν το καλοκαίρι του 1958, όπως είναι η σφαγή των οκτώ Κοντεμενιωτών από Τουρκοκυπρίους στο Κιόνελι και η δολοφονία, από την ΕΟΚΑ, πέντε τουρκοκυπρίων εργατών έξω από την Κοντέα, εξακολουθούν να επιδρούν στη συλλογική μνήμη των δύο κοινοτήτων μέχρι τις μέρες μας. 
Αν και η ευφορία για την αποτίναξη του αποικιακού ζυγού ήταν μεγάλη, καμία από τις δύο κοινότητες δεν θεώρησε ότι οι συνθήκες ικανοποίησαν τους εθνικούς στόχους της ή ότι το καθεστώς που εγκαθίδρυαν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από ένα μεταβατικό στάδιο προς την ένωση (για τους Ελληνοκύπριους) ή τη διχοτόμηση (για τους Τουρκοκύπριους). Για την επίτευξη των τελικών στόχων τους συνέχισαν να εργάζονται και οι δύο κοινότητες, η μεν Ελληνοκυπριακή εκμεταλλευόμενη την πλειοψηφία της για να επιβάλει αποφάσεις που υπερέβαιναν τις συνθήκες, η δε Τουρκοκυπριακή εκμεταλλευόμενη τα προνόμια που της έδιναν οι συνθήκες για να παρεμποδίζει τη λήψη σημαντικών αποφάσεων, ώστε να φανεί ότι το ενιαίο κράτος των δύο εθνικών κοινοτήτων δεν μπορούσε να λειτουργήσει.
Η γεωστρατηγική θέση του νησιού στην εποχή του Ψυχρού πολέμου περιέπλεκε την υπόθεση.
Παρά την ανεξαρτησία, δεν διαλύθηκαν οι ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές ένοπλες ομάδες, οι οποίες συνέχισαν τη δράση τους, και οι προσπάθειες των αρχών να εντοπίσουν παράνομα όπλα και πυρομαχικά δεν είχαν επιτυχία. Ο πρωταρχικός στόχος που επιτεύχθηκε από τους Τούρκους από το 1958 μέχρι και το 1959 ήταν ο εξοπλισμός, η εκπαίδευση και η οργάνωση δύναμης 5.000 μαχητών της Τ.Μ.Τ στην Κύπρο. Η Τ.Μ.Τ. μάλιστα πραγματοποίησε δολοφονίες Τουρκοκυπρίων αστυνομικών που υπηρετούσαν στη Βρετανική αποικιακή Αστυνομία και εργάζονταν για τον εντοπισμό παράνομου οπλισμού στην κοινότητά τους.
Οι ταραχές και συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο εθνικές ομάδες συνεχίστηκαν και οδήγησαν και στην εμπλοκή των δυο ομοεθνών δυνάμεων παραβιάζοντας τις συνθήκες στην περίοδο 63-64. Η Τουρκία πρώτη, με τη διενέργεια βομβαρδισμών (η προγραμματιζόμενη εισβολή απετράπη έπειτα από επέμβαση του αμερικανικού παράγοντα λόγω της ανοιχτής στήριξης της ΕΣΣΔ προς τον Μακάριο), και η Ελλάδα με την αποστολή στρατιωτικού σώματος πέραν των όσων προέβλεπαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. 
Οι εθνικιστικές αψιμαχίες συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση. Τον Νοέμβριο του 1967 ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στους Τουρκοκυπρίους στις περιοχές Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου, δυτικά της Λάρνακας ύστερα από εντάσεις και προκλήσεις μεταξύ των δύο πλευρών, με αποτέλεσμα τον θάνατο 22 Τουρκοκυπρίων και ενός Ελληνοκυπρίου. Η Τουρκία απείλησε να εισβάλει στο νησί και η εισβολή απετράπη μόνο με ανταλλάγματα την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. Πέρα από τις αδιέξοδες συνομιλίες, η Κυπριακή Κυβέρνηση δεν έκανε καμιά προσπάθεια σε πρακτικό επίπεδο προσέγγισης του τουρκοκυπριακού στοιχείου.
Στο μεταξύ οι τουρκοκυπριακοί θύλακες οργανώθηκαν με στρατό και κρατική διοίκηση, εγκαθιδρύοντας στις 24 Δεκεμβρίου 1967 ένα κράτος εν κράτει με την ονομασία "Προσωρινή Τουρκοκυπριακή Διοίκηση", κατά παράβαση των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου και του Συντάγματος, που απαγόρευαν ρητά την αποσχιστική ανεξαρτητοποίηση μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτό το κράτος εν κράτει διέθετε "βουλή" και "εκτελεστικό συμβούλιο", αλλά και αστυνομία, ταχυδρομείο, ραδιόφωνο, ακόμη και ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων είχαν περιορισμένα δικαιώματα σε σχέση με τους Ελληνοκύπριους και ταυτίζονταν μάλλον με την Τουρκοκυπριακή Διοίκηση παρά με το επίσημο κράτος της Κύπρου, το οποίο είχε περιέλθει εξ ολοκλήρου στους Ελληνοκυπρίους. Ακόμα και οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στον τουρκοκυπριακό στρατό. Ο τουρκοκυπριακός εθνικισμός φούντωνε και η απομόνωση από τους Ελληνοκυπρίους αρκετές φορές επιδιωκόταν. Αρκετές φορές ένοπλες ομάδες Τουρκοκυπρίων εμπόδιζαν κατοίκους των θυλάκων να επιστρέψουν στα χωριά τους. Στο ζήτημα της τουρκοκυπριακής κοινότητας πάντως οι Ελληνοκύπριοι ακολουθούσαν μια μάλλον κοντόφθαλμη πολιτική. Ενώ διακήρυτταν ότι πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί η διχοτόμηση του νησιού, δεν τους ενοχλούσε ιδιαίτερα η δημιουργία των θυλάκων και η στεγανοποίηση των δύο κοινοτήτων· τούς αρκούσε που οι Τουρκοκύπριοι δεν παρενέβαιναν στη διοίκηση του επίσημου κράτους. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτού του διαχωρισμού δεν αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης.
Με αυτά και με εκείνα φτάσαμε στην περίοδο της δικτατορίας στην Ελλάδα, όπου η ιδέα της Ένωσης έχασε οπαδούς ακόμη και μεταξύ των Ελληνοκυπρίων, για ευνόητους λόγους.
Όμως η Ελληνική χούντα είχε άλλες ιδέες. Αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον ηγέτη της Κυπριακής Δημοκρατίας και των Ελληνοκυπρίων, τον Μακάριο. Οργάνωσε παραστρατιωτικές οργανώσεις στο νησί, την ΕΟΚΑ Β’, που εκτελούσε βίαιες δράσεις κατά των Τουρκοκυπρίων. Και τέλος, τον Ιούλιο του 1974  οργάνωσε πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου και επέβαλε τον μοιραίο Σαμψών, που λίγες μέρες μετά παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων, καθώς η Τουρκία εισέβαλε στο νησί και κατέλαβε το βόρειο μέρος του, όπου συγκεντρώθηκαν οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά, εκπροσωπούμενη από τον Γλαύκο Κληρίδη, αξίωσε για πρώτη φορά μετά το 1963 εφαρμογή των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου και του Κυπριακού Συντάγματος, κάτι που ως τότε η ίδια αρνούνταν κατηγορηματικά. Η Τουρκία αρνήθηκε και προέβαλε το πάγιο αίτημά της για γεωγραφικό χωρισμό του νησιού. Ενόσω διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις, η Τουρκία προχώρησε και στο δεύτερο κύμα εισβολής στις 14 Αυγούστου 1974, φθάνοντας ως τα σημερινά όρια των Κατεχομένων.
Η τουρκική εισβολή δημιούργησε χιλιάδες θύματα και αγνοούμενους, ενώ πάνω από 180.000 Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες εκδιώχθηκαν ή υποχρεώθηκαν να φύγουν από τις κατεχόμενες από τον Τουρκικό στρατό περιοχές. Παράλληλα υπήρξε σταδιακή μετακίνηση πάνω από 50.000 Τουρκοκυπρίων από τις ελεύθερες στις κατεχόμενες περιοχές, ειδικά μετά την άρση της απαγόρευσης τέτοιων μετακινήσεων με τη συμφωνία της Τρίτης Βιέννης, του Αυγούστου 1975. Αποτέλεσμα των μετακινήσεων αυτών ήταν η ντε φάκτο δημιουργία δύο χωριστών περιοχών με εθνικά σχεδόν αμιγή πληθυσμό
Τη συνέχεια της ιστορίας την ξέρετε.
Το νησί παραμένει έκτοτε διαιρεμένο και χωρισμένο σε δυο περιοχές. Εκ των οποίων η μία ακόμη δεν έχει αναγνωριστεί από τη Διεθνή Κοινότητα ως ανεξάρτητη οντότητα, αλλά αποτελεί κατά κάποιον τρόπο αυτόνομη ζώνη επιρροής της Τουρκίας αναγνωριζόμενη και υποστηριζόμενη μόνο από αυτήν, η οποία όμως δεν την έχει επίσημα προσαρτήσει.
Η Ελλάδα και η Κύπροςορθά; – υποστηρίζουν ότι παρά τα όσα είχαν συμβεί, κακώς η Τουρκία εισέβαλε σε ένα ανεξάρτητο κράτος και παράνομα κατέχει και διατηρεί στρατό σε ένα μέρος του, παρά τις συγκρούσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις δυο εθνότητες που κατοικούσαν εκεί για αιώνες και παρέμειναν μαζί μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πρώτα και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στη συνέχεια. Ακόμη και παρά τα λάθη που έκανε Ελληνική πλευρά, λέει η Ελλάδα, η Τουρκία δεν είχε το δικαίωμα να εισβάλει και να καταλάβει μέρος του νησιού. Υποστηρίζει ακόμη πως η Κύπρος είχε το δικαίωμα να αμυνθεί απέναντι στην Τουρκική εισβολή και κατηγορεί τη Διεθνή Κοινότητα γιατί δεν τη βοήθησε έγκαιρα όταν η ίδια ήταν ανίκανη να το κάνει, την εποχή της χούντας. Η Ελλάδα ισχυρίζεται, επίσης, ότι ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σέβεται απολύτως τα δικαιώματα των δικών της μειονοτήτων και δεν χρήζουν ανάγκης προστασίας από κάποιον τρίτο. Και μάλλον σωστά το υποστηρίζει.  Ή όχι;
Η Τουρκία πάλι υποστηρίζει ότι όφειλε να προστατεύσει τη μειονότητα των ομοεθνών της από την Ελληνική επεκτατικότητα, την αμφισβήτηση των συνθηκών που ρύθμιζαν την ανεξαρτησία του νησιού και τις επιθέσεις των εθνικιστών της ΕΟΚΑ Β΄, όπως αυτά εκδηλώθηκαν σε όλη την περίοδο και ιδιαίτερα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70, φτάνοντας στο πραξικόπημα του '74. Υποστηρίζει ακόμη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση κακώς δέχθηκε στους κόλπους της την Κύπρο και κακώς η Ε.Ε. προασπίζεται την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο σύνολο του εδάφους της και των δικαιωμάτων της στα θαλάσσια οικόπεδα της νήσου και τα ενεργειακά αποθέματα που ανήκουν, λέει η Τουρκία, και στους Τουρκοκύπριους. Υποστηρίζει ακόμη πως έχει σημαντικά νόμιμα στρατηγικά συμφέροντα στο νησί. Στο βάθος υποκρύπτεται βέβαια πάντα και μια ιδέα ότι όλες οι περιοχές όπου κατοικούν Τουρκικής καταγωγής άνθρωποι είναι μέρος του χώρου επιρροής της, δυνητικά αποτελούν μέρος της αυτοκρατορίας της,  Και εάν θεωρήσει ότι απειλούνται ή υφίστανται διακρίσεις και πιέσεις, όταν και εάν παρουσιαστεί η ευκαιρία, έχει το δικαίωμα να επέμβει. Ίσως και να το υποβοηθά σε κάποιες οικείες μας περιπτώσεις, να το οργανώνει και λίγο, όπως στην περίπτωση της Θράκης. Καλώς ή κακώς το υποστηρίζει, λέτε;
Γιατί τα θυμηθήκαμε όλα αυτά; Αν δεν καταλάβατε, δεν πειράζει.

Την επόμενη φορά θα μιλήσουμε για μια άλλη χώρα, που ανεξαρτητοποιήθηκε από μιαν άλλη αυτοκρατορία, όπου κατοικούσαν δυο εθνικές κοινότητες, μια πλειοψηφούσα και μια μειοψηφούσα, εντός της οποίας αναπτύσσονται εντάσεις. Όπου η μια κοινότητα φιλοδοξεί η χώρα να γίνει μέρος μιας ευρύτερης Ένωσης, που στην περίπτωση αυτή μάλιστα δεν είναι χούντα αλλά μια Ένωση Δημοκρατιών με υψηλό βαθμό προστασίας των μειονοτήτων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, Ενώ η διάδοχος της Αυτοκρατορίας, από την οποία ανεξαρτητοποιήθηκε η χώρα αυτή, δεν είναι και τόσο Δημοκρατία ούτε φημίζεται για τον σεβασμό της στις μειονότητες και τα ανθρώπινα Δικαιώματα. Θεωρεί  τη χώρα αυτή δική της σφαίρα επιρροής και διεκδικεί το δικαίωμα να παρέμβει. Οργανώνει αποσχιστικές τάσεις στη δική της μειονότητα, την εξοπλίζει, εισβάλλει στρατιωτικά και καταλαμβάνει τμήματα της χώρας σε διαδοχικούς Αττίλες.
Εκείνο που είναι παντελώς ακατανόητο είναι πώς στην Ελλάδα, τη χώρα που καταγγέλλει την Τουρκική εισβολή και ζητά την άμεση λήξη της παράνομης κατοχής τμήματος ενός ανεξάρτητου κράτους μέλους του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κύπρου, στην Ελλάδα που επίσης διαβλέπει την Τουρκική απειλή στη Θράκη, ορισμένοι αισθάνονται την ανάγκη να υπερασπισθούν τον εισβολέα στην άλλη ανεξάρτητη χώρα μέλος του ΟΗΕ που φιλοδοξεί να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οικογένειας στην οποία περιλαμβάνεται και η Ελλάδα δηλαδή, αποδεχόμενοι τα «επιχειρήματα», τα «δίκαια» και τις «πράξεις» του εισβολέα.  Πώς, στη χώρα μας,  ορισμένοι δικαιώνουν την παρελθούσα (και προκαταβολικά τη μέλλουσα;) δική μας συμφορά. 

Κάποια άλλη φορά θα μιλήσουμε λοιπόν για την ΟυκρανίαΚαι ίσως τότε, όσοι δεν κατάλαβαν, να καταλάβουν. Αν δεν είναι πολύ αργά. 

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος


Σχετικά με την Ουκρανία (Γιώργος Γιαννούλης): 
Κυπριακό Ζήτημα (wiki) από όπου και οι σημειωμένες με με italics αναφορές. 
Τουρκική εισβολή στην Κύπρο (wiki) 







Τι συνέβη σήμερα;


Share/Bookmark
 “You just killed the troika!”
Δεν ξέρω αν καταλάβατε τι συνέβη σήμερα. Οι κυβερνήσεις, η διεθνής κοινή γνώμη και οι αγορές όμως σίγουρα κατάλαβαν. Ίσως να αρχίσουν να καταλαβαίνουν και όσοι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ για να κάνει την "κωλοτούμπα". Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι το ΚΚΕ εσωτερικού του Κύρκου, ούτε το ΚΚΕ του Φλωράκη, ούτε καν το σημερινό. Είναι η τότε αριστερίστικη αντιπολίτευση εντός των δύο αυτών κομμάτων και οι διάδοχοί τους.

Έχετε σκεφτεί ότι μπορεί PLAN B να μην υπάρχει, γιατί αυτό ίσως να ήταν πάντα το μόνο πλάνο, το PLAN A;

Πότε είσαι ισχυρότερος να συσπειρώσεις έναν λαό και να υπνωτίσεις τη μεσαία τάξη, για να μην ξεσηκωθεί να σε ξεσκίσει και να ανεχτεί ως φυσική καταστροφή τη δική της καταστροφή;

Μήπως η στιγμή αυτή είναι η επομένη των εκλογών, που το μεγαλύτερο κόμμα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης έχει ηττημένη, απαξιωμένη και απεχθή ηγεσία και ο κόσμος δεν έχει καταλάβει ακόμη τι παίζεται; που παίζεις χωρίς αρκετούς δυνατούς αντιπάλους; που είναι όλοι ζαλισμένοι; Μήπως αν δεν θέλεις στα σοβαρά να διαπραγματευτείς και να συμβιβαστείς ως εκεί που και ο άλλος μπορεί να κάνει πίσω, είναι αυτή η καλύτερη στιγμή να στήσεις το σκηνικό της σύγκρουσης, του εθνικισμού, μιας κάποιας μορφής "πατριωτικής επανάστασης" που θα σε διαιωνίσει στην εξουσία; Να καταφέρεις επιτέλους μετά από τόσα ατέλειωτα χρόνια να πάρεις τη ρεβάνς;

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος


Wednesday, January 28, 2015

Ο ουκρανικός οιωνός και οι "νεοκομμουνιστές"


Share/Bookmark


Όσοι φίλοι παρακολουθούν τη σκέψη και τα γραπτά μου γνωρίζουν ότι δεν είμαι αυτό που λένε «αντικομμουνιστής», χωρίς να είμαι ή να έχω υπάρξει ποτέ κομμουνιστής. Αντίθετα, με ενοχλούσε πάντοτε και με ενοχλεί ακόμη το εμφυλιοπολεμικό δεξιό αναμάσημα μιας μισής αλήθειας ή, αν προτιμάτε, ενός μισού ψέματος σε σχέση με τον κομμουνισμό, τις ρίζες, τη συμβολή του στην εξέλιξη της Δύσης και τις εξουσιαστικές πρακτικές του.
"Ο κομμουνισμός και ο φιλελευθερισμός είναι τα δυο παιδιά του Διαφωτισμού",  έγραφα σε ένα άρθρο μου πριν ακριβώς έναν χρόνο  καλωσορίζοντας το Σωτήριον έτος 2014. "Aπό τα βίαια ή ειρηνικά ζευγαρώματα των διδύμων, που στηρίζονται σε μια κοινή παραδοχή, ότι το άτομο εξανθρωπίζεται και απελευθερώνεται μόνο μέσα στην πολιτική κοινότητα, γεννήθηκαν οι δεκάδες μιγάδικες αποχρώσεις τους, δηλαδή ό,τι γνωρίζουμε σήμερα ως πολιτική... Από ένα βίαιο ζευγάρωμά τους προέκυψε ακόμη ό,τι πιο τραγικό και τερατώδες: η μεγάλη μάστιγα - η εθνικοσοσιαλιστική ακραία στιγμή."

Η διαφορά των κλασικών φιλελεύθερων με αυτό που αποκαλείται λανθασμένα - όχι χωρίς κακόβουλη σκοπιμότητα - από τους απανταχού λαϊκιστές "νεοφιλελευθερισμός" (αντί του ορθού "νεοσυντηρητισμός") είναι παράδοξα συμμετρική με τη διαφορά ανάμεσα στον κλασικό διεθνιστικό κομμουνισμό με τα σύγχρονα νεοκομμουνιστικά μορφώματα και τις συμμαχίες τους. Είναι η ίδια με τη διαφορά ανάμεσα στον κλασικό κομμουνισμό του 19ου αιώνα από τη μια και τις μεταλενινιστικές παραφυάδες του από την άλλη. Και ακόμη περισσότερο με τα σύγχρονα νεοκομμουνιστικά κινήματα που κρύβουν το όνομά τους και πωλούν μια πραμάτεια εξουσιαστικού κρατικισμού, εθνικισμού και αντιδυτικής (αντιαμερκάνικης, αντιγερμανικής, αντιευρωπαϊκής, κ.ο.κ.) ρητορείας και στάσης. Είναι εντέλει ετούτα τα κινήματα το ίδιο οπισθοδρομικά και υπερασπίζονται με το ίδιο πάθος έναν αυταρχικό εξουσιαστικό αναχρονισμό έναντι του σύγχρονου κόσμου.   

Κάποιοι εκτιμούν ότι η Ελληνική εκδοχή των κινημάτων αυτών είναι πιο light, πιο μεταστρέψιμη, περισσότερο καιροσκοπική, όπως το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, άρα και ενσωματώσιμη στο φιλελεύθερο δυτικό κεκτημένο. Η ιδέα αυτή στηρίζεται στο ότι οποιαδήποτε προσπάθεια προς μια διαφορετική κατεύθυνση θα οδηγούσε στην ανατροπή της νέας πλειοψηφίας, η οποία θα διακινδύνευε ακόμη και να υποστεί προσωπικά τις συνέπειες μιας ελεγχόμενης καταστροφής. Είναι ένα λογικό επιχείρημα το οποίο προϋποθέτει την αντοχή των ήδη ταλαιπωρημένων θεσμών της Δημοκρατίας, οι οποίοι είναι το πεδίο σύγκρουσης δύο διαφορετικών τάσεων των Ελληνικών ελίτ. Αυτός ο γενικευμένος καιροσκοπισμός όμως και η έλλειψη ιδεολογικού βάθους κάνει επίσης ευκολότερη και τη μεταστροφή τους προς το φεουδαρχικό παρελθόν που περιέχουμε παρά προς τον σύγχρονο κόσμο. Είναι μια απρόβλεπτη ζαριά.

Οι πρώτες κινήσεις των νεοκομμουνιστών του κ. Τσίπρα είναι πολύ ανησυχητικές. H συμμαχία με το εθνικιστικό και θρησκόληπτο τμήμα της ελληνικής Δεξιάς, η σταδιακή υποβάθμιση και αποσιώπηση των φιλελεύθερων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων από το πρόγραμμά του, που είχε ήδη ξεκινήσει πριν τις εκλογές (βλέπε θέματα χωρισμού εκκλησίας κράτους, την επέκταση των ατομικών ελευθεριών έναντι του κράτους, τα ίσα αστικά δικαιώματα για όλους). H ανακοίνωση της αναστολής κάθε διαδικασίας μεταρρύθμισης της παραγωγικής διαδικασίας (δηλαδή η μονομερής παύση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων ουσιαστικά και η κατάργηση όσων ελάχιστων έχουν ήδη γίνει). H πρόταξη της διοικητικής ανόδου του κατώτατου μισθού (δηλαδή ουσιαστικά η περαιτέρω εκτίναξη της ανεργίας και επομένως μεγέθυνση της δεξαμενής των απελπισμένων και υποψηφίων πελατών του καταρρέοντος Δημοσίου)....


Και ο πιο απειλητικός οιωνός, η απειλή άσκησης βέτο στις αποφάσεις της Ευρώπης σε σχέση με την επεκτατικότητα του αυταρχικού, εθνικιστικού, και συντηρητικού καθεστώτος Πούτιν στην Ουκρανία, σε μια επιχείρηση αναστροφής των εθνικών στρατηγικών επιλογών μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον καταστροφικό Εμφύλιο που τον ακολούθησε, σε σύμπνοια με τα πιο συντηρητικά και οπισθοδρομικά τμήματα της Ελληνικής κοινωνίας.


Διαφαίνεται ότι ίσως η στρατηγική των Ελλήνων νεοκομμουνιστών είναι εγγύτερη στους αντίστοιχούς τους. Του Μιλόσεβιτς στη Γιουγκοσλαβία, που αποπειράθηκε να διατηρήσει τον κομμουνιστικό αναχρονισμό (και την προσωπική του εξουσία μέσω αυτού) μετατρέποντάς τον σε εμφυλιοπολεμικό εθνικισμό. Του Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα, ή, ακόμη χειρότερα, του Άσσαντ στη Συρία, και των μουλάδων του Ιράν, που επικράτησαν σε έναν ανεπτυγμένο λαό μέσα από την καλλιέργεια της σύγκρουσης με τη Δύση, η οποία, δυστυχώς, οδηγούμενη από τους νεοσυντηρητικούς, ουσιαστικά τους πρόσφερε τη δικαίωση που αναζητούσαν. Στην περίπτωση αυτή η στρατηγική που θα επιλεγεί από τη νέα εξουσία θα είναι η συστηματική καλλιέργεια του εθνικισμού, της ιδέας της εθνικής μοναξιάς, του αντιευρωπαϊκού και αντιδυτικού αισθήματος, ώστε πίσω από αυτόν και τη σύγκρουση που θα προκαλέσει με τις δυτικές κυβερνήσεις και κοινωνικές πλειοψηφίες να καλυφθεί η γενικότερη οπισθοδρόμηση. Όπως και η στροφή στην ηθικολογία του τύπου "φέρτε πίσω τα κλεμμένα" και το "κυνήγι της φοροδιαφυγής αλά Πούτιν" αλλά και ο σταδιακός έλεγχος των μέσων ενημέρωσης εν ονόματι της απαλλαγής τους από τους Έλληνες ολιγάρχες, μπορεί να αποτελέσουν το εφαλτήριο της δημιουργίας ενός καθεστώτος τύπου Ορμπαν στην Ουγγαρία.

Δυστυχώς, ακόμη και ο ελληνικός φιλελεύθερος και δημοκρατικός χώρος προετοίμασε το έδαφος στην κατεύθυνση αυτή με την επιθετική και εκδικητική ρητορική του εναντίον των Μέσων και την υπερβολική εμμονή του στη διαφθορά της Ελληνικής πολιτικής τάξης ως αιτίες και όχι ως αποτέλεσμα των προβλημάτων λεπτών ισορροπιών της Δημοκρατίας και της κακής λειτουργίας των θεσμών της. Όταν φταίνε οι "κακοί άνθρωποι" και όχι η προβληματική λειτουργία των θεσμών, αρκεί να έλθουν οι "καλοί άνθρωποι" του δικαίου με μεγάλη εξουσία, που δεν χρειάζονται θεσμούς, γιατί τα λύνουν όλα οι ίδιοι. Αγνοήσαμε πως οι μεγάλες καταστροφές στην ιστορία δεν προκλήθηκαν από διεφθαρμένους αλλά από φανατικούς, όπως λέει ο Emile Cioran,

Δεν είναι ίσως τυχαία η χαρά των Γάλλων ακροδεξιών της κυρίας Λεπέν και των Γερμανών ευρωφοβικών από την αυτοκαταστροφική αυτή πορεία. Τον δρόμο βέβαια στην κατεύθυνση αυτή είχε ήδη στρώσει η ελληνική αναχρονιστική Δεξιά και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα. Η συνειδητή επιλογή της συμμαχίας με τον κ. Καμμένο, ενώ υπήρχε εναλλακτική, εάν πράγματι επιθυμούσαν να μεταβάλουν τη στάση τους σε ευρωπαϊκή κατεύθυνση με πολύ μικρότερο πολιτικό κόστος για τους ίδιους και – αναπόφευκτα - πολύ μεγαλύτερο για τον ευρωπαϊστή δυνητικό συνεργάτη τους, ενισχύει δυστυχώς την εκτίμηση αυτή.

Ορισμένοι ισχυρίζονται καλοπροαίρετα ότι οι νέοι κυβερνώντες δεν γνωρίζουν τι ακριβώς κάνουν. Πως δεν καταλαβαίνουν τις συνέπειες των επιλογών τους και πως όταν δουν τα πρώτα σημάδια τους θα ανακρούσουν πρύμναν. Επιχειρηματολογούν ότι όλα αυτά είναι ατσαλοσύνες του καινούργιου, πως αποτελούν άγαρμπες προσπάθειες διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους ενός προγράμματος στην πιο κρατικίστικη κατεύθυνση που επιθυμούν αλλά εντός του Ευρωπαϊκού και εν γένει Δυτικού πλαισίου.

Μακάρι να είναι έτσι. Ίσως και να μην είναι, όμως. Μπορεί να μην πρέπει κανένας να αντιμετωπίζει τους ανθρώπους αυτούς με τα ίδια κριτήρια που αντιμετώπισε τους ελαφρολαϊκούς πολιτικούς της Δεξιάς και των κατά καιρούς συμμάχων της, των περισσότερων Πασόκων συμπεριλαμβανομένων, που κυβερνούσαν όλα αυτά τα χρόνια, Αν διαβάσει τις απόψεις και, κυρίως, τα βιογραφικά αυτών που αποτελούν πλέον την κυβέρνηση της χώρας, και μάλιστα αυτών που βρίσκονται στις κρισιμότερες θέσεις ανάμεσά τους, άτομα πεποιθήσεων που ούτε ο κ. Σαμαράς δεν τόλμησε να υπουργοποιήσει, στο υπουργείο Εξωτερικών έναν εθνικιστή ξανθογενίτη πρώην κομμουνιστή, εφάμιλλο αν όχι καλύτερο ενός Φαήλου, στο Υπουργείο Άμυνας, στο Υπουργείο Οικονομικών, στα Υπουργεία που θα χειριστούν τις Δημόσιες Επενδύσεις, τον Ανταγωνισμό, την αγορά Εργασίας, την Ενέργεια, τις Υποδομές, την Παιδεία ίσως σχηματίσει μιαν άλλη, κάπως πιο ανησυχητική άποψη.

Ας αναλογιστούμε πως υπάρχει μια πιθανότητα η ατζέντα της Ελληνικής "αριστεράς" και των συμμάχων της στις Ελληνικές οικονομικές και πολιτικές ελίτ να μην περιλαμβάνει τη θεωρούμενη από πολλούς ως βέβαιη κωλοτούμπα "αλά Σαμαρά" αλλά αντιθέτως την επιβολή της κωλοτούμπας του λαού, ο οποίος είναι φιλοευρωπαϊκός στη συντριπτική του πλειοψηφία. Αλλά μέρος του ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ με την παράδοξη βεβαιότητα ότι δεν θα επιχειρήσει να εφαρμόσει σχεδόν τίποτε από αυτά που έλεγε. Ή ελπίζοντας ότι τουλάχιστον θα εφαρμόσει κάποιες φιλελεύθερες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η κοινωνία, αλλά η συντηρητική ελληνική δεξιά ελίτ μπλόκαρε συστηματικά όλα αυτά τα χρόνια. Πιθανόν όμως να μην είναι έτσι όπως νόμισαν πολλοί συμπολίτες μας. Ίσως η νέα εξουσία να είναι περισσότερο πιστή στην παλιά αρχή της λενινιστικής ορθοδοξίας: αν δεν σου αρέσει ο λαός, άλλαξέ τον. 'Ώστε στις επόμενες εκλογές να επιβεβαιώσει ο ίδιος τον εγκλεισμό του. Δεν θάναι η πρώτη φορά που θα έχει συμβεί αυτό.

Πώς όμως να αλλάξει ο λαός, αν όχι μέσα από μια μετωπική σύγκρουση με τη Δύση και τη συστηματική καλλιέργεια του ήδη ξαναμμένου από την οπισθοδρομική ελληνική δεξιά του κ. Σαμαρά, και παλαιότερα από τον Ανδρέα Παπανδρέου, αισθήματος ενός ελληνοκεντρικού εθνικισμού στηριγμένου σε ό,τι οπισθοδρομικότερο απόμεινε από τον εμφύλιο;

Πρώτα το ΠΑΣΟΚ λεηλάτησε τις ιδέες της Αριστεράς για να τις διαστρέψει σε λαϊκισμό. Τώρα ίσως είναι η σειρά του νέου ΠΑΣΟΚ, των νεοκομμουνιστών, να λεηλατήσει τις ιδέες της Δεξιάς για να τις μετατρέψει σε εθνικιστικό συνονθύλευμα σοσιαλισμού και συντήρησης.

Αν είναι έτσι, που ειλικρινά εύχομαι να μην είναι, καλά ξεμπερδέματα να έχουμε.


Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος

Friday, January 23, 2015

Ο κ. Τσίπρας και ο …Μαρξ


Share/Bookmark


Το άρθρο αυτό είχε αφορμή μια ανάρτηση του αγαπητού φίλου κ. Νίκου Νικολαΐδη, Έλληνα αιγυπτιώτη και  Έλληνα του κόσμου, δημιουργού νέων καινοτόμων επιχειρήσεων και ακόμη έφηβου με ανοιχτό μυαλό και ορίζοντες: «Υπολογίζεται ότι για να εκπαιδευτεί ένας επιστήμων κοστίζει στην Οικονομία της χώρας του (και τους γονείς του) περισσότερο από ένα εκατομμύριο Ευρώ. Με 200,000 που μας έφυγαν, σημαίνει ότι χαρίσαμε στη Γερμανία, Αγγλία, ΗΠΑ κ.λπ 200 δισεκατομμύρια... Αλλά, μπράβο μας, δημοσίους υπαλλήλους έχουμε μπόλικους...»  Young,gifted and Greek: Generation G – the world’s biggest brain drain (νέος, ταλαντούχος και Έλληνας. Γενιά Ε – η μεγαλύτερη φυγή εγκεφάλων του κόσμου. 200.000 Έλληνες εγκατέλειψαν τη χώρα από τη στιγμή που χτύπησε η κρίση»,  λέει ο βρετανικός Guardian.

Υπάρχουν δυο είδη οικονομικής σκέψης. Από τη μια όσοι δίνουν προτεραιότητα στα χρηματοοικονομικά και στον γρήγορο πλουτισμό μέσω της κερδοσκοπικής κίνησης κεφαλαίων, τα νομισματικά παιχνίδια, την πονηρή διαχείριση των δανείων, τη χωρίς όριο εκμετάλλευση άμεσα του φυσικού περιβάλλοντος χωρίς υπολογισμό του αυριανού κόστους. Και από την άλλη όσοι θεωρούν ότι ο πλούτος μιας κοινωνίας προέρχεται από την παραγωγική της βάση, που απαιτεί διάρκεια, σταθερότητα, διαρκή καινοτομία και αλλαγή, επένδυση στην παραγωγική γνώση και φαντασία των ανθρώπων, σε σταθερό νομισματικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.

Κατά παράξενο τρόπο στη δεύτερη κατηγορία δεν ανήκουν μόνο οι κλασικοί φιλελεύθεροι, οι κεϋνσιανοί, αλλά και ο Μαρξ. Στην πρώτη κατηγορία  ανήκουν σε μεγάλο βαθμό οι νεοκλασικοί και ένα μέρος των διαδόχων τους, οι Αμερικάνοι νεοσυντηρητικοί (που ουσιαστικά προωθούν αυτές τις πολιτικές) και ο… ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μαρξ θα ανατρίχιαζε, εάν άκουγε πως το οικονομικό πρόβλημα παραγωγής πλούτου σε μια οικονομία μπορεί να λυθεί ως πρόβλημα χρέους και δανείων χωρίς να αλλάξει η παραγωγική της βάση. Πιθανόν προς μια κατεύθυνση που δεν συμφωνώ, παρωχημένη σίγουρα για τους καιρούς μας. Αλλά σίγουρα η πρώτη σκέψη του θα ήταν η παραγωγή, τα προϊόντα, οι γνώσεις και οι δεξιότητες της εργατικής τάξης της εποχής.

Ο κ. Τσίπρας λέει, λοιπόν, ότι ανησυχεί κι αυτός για το ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι ψάχνουν και βρίσκουν δουλειές σε επιχειρήσεις στο εξωτερικό, από την Ευρώπη, τη Γερμανία, τις σκανδιναβικές χώρες, την Ισπανία,  ως την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Βραζιλία.

Και τι λέει; Ότι θα τους προσλάβει το Δημόσιο; Μα δεν βρίσκουν δουλειές στο Δημόσιο στις χώρες που πηγαίνουν. Οι περισσότεροι βρίσκουν σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που εργάζονται και προοδεύουν. Από μικρές, καθημερινές δουλειές έως υψηλότερες θέσεις. Από μικρά καφέ και ξενοδοχεία, μικρομεσαίες επιχειρήσεις,  έως πολυεθνικές εταιρείες, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα. Ή φτιάχνουν τις δικές τους δουλειές. Μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που παράγουν, είναι ανταγωνιστικές, πληρώνουν μισθούς, δημιουργούν θέσεις εργασίας, εξάγουν.

Ισχυρίζεται ο κ. Τσίπρας ότι θα αντιστρέψει αυτή την πορεία ερήμωσης. Αυτό, αν διαβαστεί με άλλον τρόπο, ακούγεται κάπως απειλητικό για τους ακόλουθους λόγους.

Διότι το ερώτημα που ανακύπτει είναι τι θα κάνει ο κ. Τσίπρας για να αντιστρέψει αυτή τη φυγή και οι άνθρωποι να έλθουν πίσω με τη θέλησή τους; Ή να μην επιθυμούν να φύγουν για μια καλύτερη ζωή; Τι σχεδιάζει για να έρθουν αυτές οι επιχειρήσεις εδώ ή να γεννηθούνε και να μεγαλώσουν  εδώ; Και μαζί τους νάρθουν και οι δουλειές και οι άνθρωποι;

Θα μειώσει τα γραφειοκρατικά εμπόδια; Θα καταργήσει τους φόρους υπέρ τρίτων; Θα μεταρρυθμίσει την αγορά εργασίας; Θα αποκαταστήσει την ανεξαρτησία από τους πολιτικούς του Τραπεζικού συστήματος  και θα σταματήσει την αφαίμαξή του από το κράτος, ώστε να υπάρχουν κεφάλαια για να δανείζει τις επιχειρήσεις; Θα απελευθερώσει τη δυνατότητα καινοτομίας από τους πολίτες; Θα ανοίξει τις κλειστές αγορές κάθε είδους (δραστηριοτήτων, επιχειρήσεων, επαγγελμάτων); Θα την απελευθερώσει από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους; Θα οδηγήσει την εκπαίδευση να στραφεί και να συνδεθεί με την παραγωγική διαδικασία;

Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι στο πρόγραμμά του. Είναι ακριβώς τα αντίθετά τους.

Άρα, εάν το εννοεί πραγματικά, απομένει ένας μόνον τρόπος για να εμποδίσει τους ανθρώπους να φεύγουν.  Δοκιμασμένος ως προς τη βέβαιη αποτυχία του μετά από λίγο καιρό.Τα κομμουνιστικά καθεστώτα κατέρρευσαν καθώς οι παραγωγικοί άνθρωποι έφευγαν προς τις περιοχές που παράγεται πλούτος και τους έδιναν τη δυνατότητα να επωφεληθούν παράγοντας και αυτοί για να βελτιώσουν τη ζωή τους. Η μόνη εναλλακτική για να διατηρηθεί το καθεστώς είναι να απομονωθεί μια χώρα.

Είτε συνειδητά, με κουτοπόνηρες  ηθικολογικές δικαιολογίες για να δημιουργήσουν αισθήματα ενοχής, όπως αυτές προς τους ανθρώπους που προσπαθούν να προστατεύσουν την περιουσία τους (που ανήκει σε αυτούς και όχι στο κράτος) και αποσύρουν τις αποταμιεύσεις τους αισθανόμενοι ανασφάλεια στις Ελληνικές τράπεζες. Οι οποίες, δυστυχώς για τις ίδιες, τους καταθέτες και τους δανειολήπτες τους, βρίσκονται σε μια ανασφαλή χώρα με ένα ασταθές, αρπακτικό και αποτυχημένο καθεστώς. 

Ή μπορεί ο εγκλεισμός ενός έθνους να επέλθει ως συνέπεια της πραγματικότητας, λίγο λίγο, ανεπαίσθητα. Να επιβάλει σταδιακά κάθε είδους φορολογικά και διοικητικά εμπόδια στο να φύγει κάποιος από την Ελλάδα, η περιουσία του και αυτός ο ίδιος, πράγμα στο οποίο οι προκάτοχοι του κ. Τσίπρα έστρωσαν ήδη τον δρόμο. Το νομικό και διοικητικό οπλοστάσιο το έφτιαξαν ήδη το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ. Επιβάλλοντας μια μορφή ομηρείας, στην οποία ειδικεύονται τα καθεστώτα που προσπαθούν να συγκρατήσουν τον πληθυσμό τους πιασμένο στον γραφειοκρατικό εφιάλτη τους.  Ένα είδος άυλου τείχους του Βερολίνου. Που είχε προηγηθεί του πραγματικού τείχους, το οποίο κατέστρεψε μια γενιά σε χώρες με πολύ μεγαλύτερη παραγωγική βάση και αγορά από την Ελληνική: εδώ θα μείνετε, θέλετε δεν θέλετε, και θα σας κάνουμε σαν τα μούτρα μας. 

Τρίτος τρόπος δεν υπάρχει. Με ανοιχτά σύνορα ή αλλάζουμε ή αδειάζουμε. Ή, αναγκαστικά, τα σύνορα κλείνουν σταδιακά για τους ανθρώπους, όπως και για κεφάλαια και επιχειρήσεις. Όπως  κλείνουν και οι ορίζοντες και οι ρεαλιστικές προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή. Διότι εκεί από όπου κανείς δεν μπορεί να φύγει όποτε θέλει, κανένας δεν έρχεται. Ούτε κεφάλαια, ούτε τεχνογνωσία, ούτε άνθρωποι.

Αυτό κατέληξε παραδόξως να είναι το επιμελώς κρυμμένο δίλημμα ενός λαού, που όποτε κατόρθωσε να ευημερήσει στην ιστορία του, πλούτισε από το εμπόριο, την κίνηση ανθρώπων, γνώσης, αγαθών, χρήματος. Αυτό είναι το πραγματικό, το μοναδικό  δίλημμα,  που σκιάζεται από τις ανούσιες περί χρέους συζητήσεις.


Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος