Friday, May 30, 2014

Η Ευρώπη σε σταυροδρόμι (κι εμείς τον χαβά μας)


Share/Bookmark

Το Λαϊκό κόμμα του Γιουνκέρ ήρθε πρώτο σε έδρες στις εκλογές. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες του Φέρχοφσταντ δεν τα πήγαν άσχημα. Παραμένουν τρίτο κόμμα. Οι σοσιαλδημοκράτες του Σουλτς είναι το δεύτερο κόμμα.

Τόσο ο Γιουνκέρ όσο και ο Φέρχοφσταντ είναι πεπεισμένοι Ευρωπαίοι. Ο Σουλτς είναι ένας μέτριος και γερμανοκεντρικός υπερόπτης πολιτικός. Όχι γιατί είναι Σοσιαλδημοκράτης, θα μπορούσε να κυριαρχεί και στην ομάδα αυτή μια σημαντικότερη προσωπικότητα. Αλλά διότι αυτό είναι.

Οι Βρετανοί τα παίζουν όλα: επιθυμούν με κάθε τρόπο να μπλοκάρουν την εκλογή Γιουνκέρ και θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο γι' αυτό. Οι ίδιοι επέβαλαν την άνευρη, ανέμπνευστη και, όπως αποδείχθηκε, καταστροφική για την Ευρώπη Προεδρία Μπαρόζο. Επέβαλαν την Προεδρία των χαμένων ευκαιριών κινούμενοι αριστοτεχνικά και οδηγώντας την Ένωση στη στασιμότητα. Η ευρωπαϊκή αστάθεια, που ενισχύθηκε από την ανυπαρξία ηγεσίας και πρωτοβουλιών της Επιτροπής, τους βοήθησε να παρατείνουν τη βαμπιρική τους σχέση με την Ευρώπη.

Τώρα η κυβέρνηση Κάμερον αντιμετωπίζει εκλογές σύντομα μαζί με μια πιθανή επικράτηση των αποσχιστικών τάσεων στη Σκωτία, καθώς και το ευρωφοβικό και οπισθοδρομικό κόμμα του Nigel Farage. Συμμαχεί έτσι ακόμη και με ακραίους λαϊκιστές, όπως τον Βίκτορ Ορμπάν στην Ουγγαρία, και προσπαθεί να έλξει τους αποπροσανατολισμένους κι ανήμπορους Γάλλους σοσιαλιστές του Ολάντ στην προσπάθεια να αποφύγει ένα Ευρωπαϊκό άλμα επιβίωσης (βλέπε το άρθρο στον Guardian κατωτέρω). Εάν το επιτύχει αυτό η Βρετανική διπλωματία, η Ένωση θα οδεύσει προς ένα μονοπάτι σκοτεινό.

Ο χρόνιος ασθενής της Ευρώπης είναι η Γαλλία, ελλείψει μεταρρυθμίσεων, η οποία όμως διατηρεί τη βιομηχανική και αγροτική της βάση. Ο μεγάλος ασθενής όμως, που έχει κατορθώσει να φαίνεται υγιής, κρυμμένος πίσω από την ασθένεια των άλλων, είναι η Μεγάλη Βρετανία. Το έλλειμμά της πλησίασε πριν δύο χρόνια το Ελληνικό και τόκρυψε πίσω από την κρίση του ευρώ. Τα πετρέλαια της βόρειας θάλασσας στερεύουν, ενώ ο κομβικός της ρόλος του χρηματοικονομικού ιμάντα (και κόμβου κερδοσκοπίας) μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής, ευρώ και δολαρίου, κινδυνεύει από τον προσανατολισμό της Ευρώπης στην πραγματική οικονομία και τον περιορισμό του κερδοσκοπικού κεφαλαίου που διακινείται στο City, εις βάρος της Ευρώπης και του ευρώ.

Η βιομηχανία της έχει υποχωρήσει αισθητά από τη δεκαετία του ’80, καθώς η Μάργκαρετ Θάτσερ, προκειμένου να νικήσει τα αναχρονιστικά συνδικάτα, δεν είχε άλλη επιλογή από το να διευκολύνει την αποβιομηχάνιση της χώρας που γέννησε τη βιομηχανική επανάσταση και να τη στρέψει στις υπηρεσίες. Η Μεγάλη Βρετανία από αυτή τη σκοπιά φαντάζει ασταθής και υπερτιμημένη.

Η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από την επιλογή του νέου Προέδρου της Επιτροπής θα φανεί εάν αυτό το αντιλαμβάνονται οι Ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ και σε ποιο δρόμο θα σταθούν ικανές (ή ανίκανες) να την οδηγήσουν.

Τυχόν αδυναμία των ηγετών (και κυρίως της κυρίας Μέρκελ), ελλείψει ευρωπαϊκής πεποίθησης, λόγω ανεπάρκειας ή φόβου, να επιλέξουν μια δυναμική ηγεσία όπως αυτή του Γιουνκέρ (δεύτερη καλύτερη μετά από την υποψηφιότητα του Φέρχοφσταντ),

αν, σε συνθήκες παγκόσμιας αστάθειας όπως οι σημερινές, οδηγηθούν 
στο να επιβάλουν κάποιον άχρωμο σαν τον Μπαρόζο ή ένα ανδρείκελο σαν τον Βαν Ρομπέυ, μεθυσμένοι από τη μικροεξουσία τους και χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα διεξόδου το βρετανικό αδιέξοδο,

αν οι ηγέτες διστάσουν ή δειλιάσουν, αν αγνοήσουν την επιλογή των πολιτών και δεν σεβαστούν το κοινοβούλιο,

θα έχουμε πιθανότατα διαλυτικές συνέπειες στην ήπειρο που γέννησε δυο Παγκόσμιους πολέμους. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Πάνω από την Ευρώπη ίσως αρχίσει να απλώνεται και πάλι η παλιά πειρατική οσμή από μπαρούτι.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος




Σχετικοί σύνδεσμοι:

Thursday, May 29, 2014

Aqua Marina, εβδομήντα χρόνια αγέννητη


Share/Bookmark
"Αύριο θα σμίξω τα δυο σου σκέλη, μήπως και γεννηθεί ένα μικρό λυπητερό παιδάκι, θα το λένε Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina.
Φέρτε μου να γεννήσω όλα τα μωρά της πλάσης, δώστε να πεθάνω όλους τους θανάτους. "

Ένας από τους ωραιότερους στίχους της νέας ελληνικής γραμματολογίας από τη σημαντικότερη ίσως Ελληνίδα ποιήτρια, τη Μάτση Χατζηλαζάρου, γραμμένος στο τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, το 1944, λίγο πριν τη συμφορά του Εμφυλίου.

Θετικά αποτιμάται η συλλογή της μεγάλης ποιήτριας από φωτισμένα μυαλά της εποχής. Όπως του Ανδρέα Καραντώνη στα Νέα Γράμματα, του Σταύρου Βαβούρη στη Νεανική Φωνή, του Αιμίλιου Χουρμούζιου στη Νέα Εστία.

Οι αντιδράσεις προέρχονται είτε από τους κύκλους των συντηρητικών αστών είτε από τους κύκλους των «ορθόδοξων» αριστερών.

Η αντίδραση στην ποίηση της Μάτσης Χατζηλαζάρου, εβδομήντα χρόνια πριν, φωτίζει με ένα απροσδόκητο φως την αδιάλειπτη και συνένοχη συνέχεια των πλέον οπισθοδρομικών (και συνένοχα κυρίαρχων) ομάδων της Ελληνικής κοινωνίας: της συντηρητικής, κομπλεξικής Αριστεράς και της υποκριτικής, αναχρονιστικής Δεξιάς.

Ένα ακόμη μικρό επεισόδιο στο ίδιο ανάδρομο σήριαλ που εκτυλίσσεται στις πιο μύχιες γωνιές της ελληνικής κοινωνίας, απέναντι σε κάθε καινοτομία, σε κάθε αλλαγή, σε κάθε ρήξη. Η συντήρηση υποκρίνεται την πρόοδο ντυμένη με το φόρεμα της αντίδρασης για την υπεράσπιση της οικογενειακής παλαιοχριστιανικής τάξης από τη μια και με το νυφικό της καθεστωτικής «πρωτοπορίας» από την άλλη.

Είναι και τούτο μια ακόμη επανάληψη της συνεχούς ήττας που βιώνει η χώρα, από δεκαετία σε δεκαετία, από εκλογή σε εκλογή, από Φλωράκη σε Σαμαρά, από Ανδρέα σε Τσίπρα, από Αρσένη σε Καμένο, από Μπαλτάκο σε Κατρούγκαλο κι από Βενιζέλο σε Δούρου.

Κι αυτό το φιλελεύθερο προοδευτικό παιδάκι που θα το λέγανε Aqua Marina παραμένει πάντα αγέννητο και λυπημένο.

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος


Saturday, May 24, 2014

Τι είναι η Ευρώπη;


Share/Bookmark

Τι είναι η Ευρώπη; Μην είναι τα ψηλά βουνά, οι Άλπεις, και τα Καρπάθια, η Πίνδος και ο Όλυμπος; Μην είναι οι απέραντες πεδιάδες της Γαλλίας και τα οροπέδια τα Ιβηρικής, τα δάση της κεντρικής Ευρώπης, οι θάλασσες του Βορρά και του Νότου, η Βόρεια Θάλασσα , ο πόντος και η γαλάζια κούνια της ανθρωπότητας, η Μεσόγειος Θάλασσα; 

Μην είναι οι βιομηχανίες, οι σιδηρόδρομοι, τα κανάλια και τα ποτάμια που διασχίζουν την ήπειρο απ’ άκρη σε άκρη;

Μήπως ο Αριστοτέλης και ο Κοπέρνικος, ο Πυθαγόρας, ο Γαλιλαίος και ο Αϊνστάιν; 

Μήπως είναι τα μουσεία με τα σπουδαιότερα έργα του ανθρώπινου νου, εικόνες,  μουσικές,  αρχιτεκτονήματα,  γνώση; Από τη γέννηση του σύγχρονου κόσμου σε μια μικρή γωνιά της στις δυο ακτές του Αιγαίου πριν δυόμισι χιλιάδες χρόνια ως την Αναγέννησή του δυο χιλιάδες χρόνια μετά;

Μην είναι τα μνημεία και οι μνήμες; Από τον Παρθενώνα  ως την Αλάμπρα, τους καθεδρικούς της Reims και της Κολωνίας, τους μεσαιωνικούς πύργους και τα Μοναστήρια από το Άγιον Όρος ως το Σαντιάγο ντε Κομποστέλλα; Μην είναι ο πόνος του πολέμου χαραγμένος σε κάθε γωνιά της ηπείρου, όπου έθνη γεννήθηκαν και εξαφανίστηκαν, πεδιάδες και θάλασσες σπαρμένες με αίμα και μέταλλο, με ξίφη και σώματα νέων παιδιών που δεν πρόκαναν να μεγαλώσουν; Μην είναι οι Μινωΐτες, οι Αχαιοί, οι Αιολείς, οι Μακεδόνες, οι Ρωμαίοι, οι Λατίνοι, οι Φράγκοι, οι Ούννοι, οι Βησιγότθοι, οι Σάξονες, οι Άραβες, οι Βίκινγκς, οι Κέλτες…. που αλληλοσκοτώθηκαν και ενώθηκαν σε αυτά τα τοπία που έχουν φτιαχτεί από το χέρι των Θεών και των ανθρώπων; Κι ύστερα μεταμορφώθηκαν στα κύματα της Ιστορίας σε έθνη, σε αυτοκρατορίες;

Μην είναι ο πόλεμος, για η ειρήνη; Οι επιδημίες και οι λοιμοί; Οι μεγάλες επαναστάσεις; Μήπως είναι η σημερινή Ευρώπη της ειρήνης και ευημερίας που οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια δυο παγκόσμιων πολέμων, που σάρωσαν την ήπειρο απ’ άκρη σε άκρη αφήνοντας ερειπωμένες υποδομές, ισοπεδωμένες πολιτείες  κι εκατομμύρια νεκρούς; Μην είναι η χαρά της ζωής, τα καφέ, τα μπαρ, οι γαστρονομίες, τα πανεπιστήμια, τα θέατρα, οι μουσικές, η καθημερινότητα απ’ άκρη σε άκρη; 

Όλα είναι η Ευρώπη. Κι αυτά κι εκείνα. Και άλλα πολλά ακόμη. Και το καλό και το κακό. Και η ελευθερία, και η αλληλεγγύη,  και η επιστήμη, και η γνώση, και η παραγωγή, και το περιβάλλον, αλλά και η ακραία βία, και η Ιερά Εξέταση, και οι ολοκληρωτισμοί, και το ακραίο κακό, ο φασισμόςΜια ήπειρος γοητευτικών αντιφάσεων και προκλητικών ανατροπών.

Ρηχή η μνήμη του ανθρώπου. Θυμάται μόνο ό,τι επέζησε. Απομένει μόνο με τις μελαγχολικές σκιές, τον μακρινό απόηχο αυτού που χάθηκε για πάντα. Στην ιστορία νικούν οι επιζώντες.

Σήμερα μεγαλώνει η τρίτη γενιά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι επτά δεκαετίες που ακολούθησαν είδαν πολλά: την αρχή και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στους νικητές, τη γέννηση νέων αιτημάτων ελευθερίας και προόδου, την σταδιακή απελευθέρωση των ανθρώπινων σχέσεων, τον Μάη του ‘68, καινούργιες μουσικές, νέους δρόμους και ταξίδια.

Είδαν μεγάλες περιβαλλοντικές καταστροφές, αλλά ταυτόχρονα τη γέννηση μιας νέας πανανθρώπινης συνείδησης σε σχέση με το περιβάλλον και τα όρια αντοχής του πλανήτη. Είδαν μια καινούρια πολιτική οικονομία,  που εντάσσει τη βιωσιμότητα, δηλαδή τον οικονομικό  συντελεστή του μακρού χρόνου, στον προγραμματισμό του σήμερα.

Είδαν τη συσσώρευση πλούτου σε λίγους να μεγαλώνει αλλά και το κράτος πρόνοιας να θεμελιώνεται. Είδαν θαυμαστά τεχνολογικά επιτεύγματα, τη γέννηση του παγκόσμιου χωριού, ένα δίκτυο από  bits που μεταφέρει τη γλώσσα, την εικόνα και τα σύμβολα από τη μια μεριά της γης στην άλλη, δημιουργώντας αόρατες λεωφόρους μεταφοράς ιδεών και δημιουργίας ανθρώπινων κοινοτήτων. Είδαν τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, μεταναστεύσεις μέσα κι έξω από την ήπειρό μας, από τον Νότο προς τον Βορρά και από τη Δύση προς την Ανατολή και το αντίστροφό τους.

Ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο κοντά, δεν μετακινούνταν τόσο πολύ, δεν επικοινωνούσαν τόσο στενά.

 Όμως είμαστε πλέον πολύ μακριά από τον πόλεμο. Για τους σημερινούς τριαντάρηδες κι εικοσάρηδες, αυτά είναι σχεδόν προϊστορία. Η οσμή από τα κρεματόρια κι αυτή  ακόμη ατονεί στο βάθος των δεκαετιών.  Ακόμη και το τείχος του Βερολίνου σε λίγο καιρό θα αρχίσει να σβήνει από τη μνήμη όπως έσβησε από τον χάρτη.

Το γιαπί της Ενωμένης Ευρώπης, που μισοχτίστηκε πάνω στον φόβο του πολέμου, τρίζει καθώς δεν είναι προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει την παγκόσμια ανακατάταξη των οικονομιών ηπείρων. Για τους νέους Ευρωπαίους, κι ανάμεσά τους για τους νέους Έλληνες σήμερα, η ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δυνατότητα να ταξιδεύεις, το κράτος πρόνοιας, η ελευθερία του λόγου,  η καθολική Παιδεία φαντάζουν σαν να ήταν πάντα εκεί.

Ένα πράγμα μάς μαθαίνει η Ιστορία: πως τίποτε δεν είναι δεδομένο. Ο δρόμος που κάθε φορά θα τραβήξει κανείς είναι ένα νέο απρόβλεπτο μονοπάτι. Χαράζεται περπατώντας.

Ο δικός μας τόπος, η κατακερματισμένη Ελλαδική χερσόνησος των οροσειρών που σβήνουν στη Μεσόγεια θάλασσα σε μια έκρηξη από νησιά, βρίσκεται όπως κι η  ίδια η Ευρώπη σε ένα σταυροδρόμι.

Καθώς μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες αναδύονται, το αναπτυξιακό μοντέλο της Ευρώπης τρίζει. Νέες δυνάμεις αντιμάχονται για την κατανομή των παγκόσμιων πόρων. Κάθε λίγα χρόνια μια μεσαία τάξη του μεγέθους της Γαλλίας προστίθεται στην παγκόσμια οικονομία, στην Κίνα, την Ινδία, την  Άπω Ανατολή, τη Λατινική Αμερική. Η Ευρώπη γερνάει και αδυνατίζει. Το brain drain εντείνεται. Παρωχημένοι δαίμονες και εθνικοί εγωισμοί δυναμώνουν.

Οι αρχές της ελευθερίας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων, της καθολικής πρόσβασης στη γνώση και στην Παιδεία,  η κοινωνική αλληλεγγύη ως παραγωγικό εργαλείο και όχι ως ελεημοσύνη, η βιώσιμη ανάπτυξη, η προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος και του πολιτιστικού αποθέματος, η παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους, η εξασφάλιση ζωτικού χώρου δημιουργίας και εξέλιξης για κάθε πολίτη της χώρας μας, η ενδυνάμωση της Δημοκρατικής διακυβέρνησης της ηπείρου μας, είναι οι μεγάλες προκλήσεις για την χώρα μας και για το μέλλον της Ευρώπης.

Η ευημερία μας, οι ελευθερίες μας, η ίδια η ύπαρξη των εθνών μας εξαρτώνται από τις αντοχές και την ενίσχυση των μηχανισμών της Ένωσης, έτσι ώστε να μπορούν να εμπνεύσουν τις νέες γενιές των Ευρωπαίων.

Η χώρα μας γερνάει ακόμη ταχύτερα από την υπόλοιπη Ευρώπη. Την εγκαταλείπουν οι νέοι άνθρωποι, η γενιά του 70% ανεργίας,  που αδυνατούν να βρουν διέξοδο στα όνειρά τους, τόπο στις ελπίδες τους σε μια χώρα που αδειάζει. Την εγκαταλείπουν και μεγαλύτεροι, ακόμη και οι παραγωγικοί μετανάστες της. Καταδικασμένη σε μια διαδικασία διαρκούς φτωχοποίησης,  καθώς υποβαθμίζεται η θέση της στον διεθνή και τον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας. πορευόμενη δίχως όραμα και δίχως σχέδιο.

Υποβαθμίζεται, για να ισορροπεί διαρκώς χαμηλότερα, σε αντιστοίχιση με την παραγωγική της δυνατότητα και ανταγωνιστικότητα. Οδηγημένη από μια πολιτική τάξη ανίκανη να διεκδικήσει για την Ελλάδα στην Ευρώπη, και μαζί με την Ευρώπη στον κόσμο,  αυτό που ο ελληνισμός δικαιούται και δύναται: να μετατραπεί σε πύλη εμπορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Ασία και τη Μέση Ανατολή, διεθνές κέντρο ναυτιλίας, που συνδέει την Ευρώπη με τον κόσμο, κέντρο επιστήμης και τεχνολογίας, πρότυπων αγροτικών προϊόντων,  νέας βιομηχανικής παραγωγής υψηλής προστιθέμενης αξίας, ανθρωπιστικών επιστημών συνδυασμένων με καινοτόμες τεχνολογικές εφαρμογές.

Αντ’ αυτού η χώρα μας βουλιάζει κάτω από το βάρος ενός συμπλέγματος παρασιτικών ελίτ που έχουν καταλάβει και ιδιωτικοποιήσει το κράτος, και το έχουν μετατρέψει σε έναν μηχανισμό που υπάρχει για τον εαυτό του και μόνο και για  τα διαπλεκόμενα με αυτό ολιγοπωλιακά δίκτυα καταδικάζοντας την κοινωνία σε ασφυξία, μιζέρια και αργό βασανιστικό θάνατο.

Από αυτή την άποψη η Ευρώπη είναι για τη χώρα μας διέξοδος και ελπίδα. Περιέχει ό,τι θα μπορούσε να μας βγάλει από τον φαύλο κύκλο της υπανάπτυξης και αποεπένδυσης:
  • Την υποβοήθηση της ανάπτυξης μιας ανεξάρτητης και αποτελεσματικής διοίκησης στη χώρα μας,
  • Την  αναβάθμιση και ενσωμάτωση των ελληνικών υποδομών και δικτύων (δρόμοι, σιδηρόδρομοι, λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα διανομής ενέργειας) στα ευρωπαϊκά δίκτυα με υψηλή ποιότητα και χαμηλό κόστος χρήσης για τον πολίτη και την επιχείρηση. Η δημιουργία ενιαίων διευρωπαϊκών υποδομών και δικτύων και η ενοποίηση των αγορών της Ευρώπης γύρω από αυτά, θα δώσει την ώθηση που απαιτείται ώστε να βγει η ήπειρος από την κρίση αλλά και η χώρα μας να επωφεληθεί τα μέγιστα από αυτό.
  • Την αποκατάσταση του κράτους δικαίου και των βασικών αρχών λογικής, δίκαιης, απλής και αποτελεσματικής φορολόγησης αντί του οθωμανικού ανασφαλούς και ληστρικού συστήματος του «ό,τι αρπάξουμε από όποιον μπορούμε»,
  • Την απελευθέρωση της δημιουργικότητας και της καινοτομίας, μέσα από την αντιμετώπιση των σχετικών περιορισμών και  με την προώθηση της δημιουργίας μιας ισχυρής Ανεξάρτητης Αρχής για την προστασία των ελευθεριών των πολιτών και την καταπολέμηση των ολιγοπωλίων, κρατικών και ιδιωτικών, και την αξιοποίηση των υφιστάμενων  Ευρωπαϊκών μηχανισμών,
  • Την προστασία και ανάδειξη ως πηγή νέου πλούτου του μοναδικού συνδυασμού περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς και όχι την υποβάθμισή του  με την επεξεργασία κατάλληλων ενεργών πολιτικών
  • Την αναζήτηση δυνατοτήτων ενίσχυσης της Παιδείας, της έρευνας και της καινοτομίας και παραγωγικών διεξόδων ,
  • Την ανάδειξη του μεσογειακού τρόπου ζωής σαν στοιχείο προσέλκυσης νέων ανθρώπων, επιστημόνων, ερευνητών, νέων επενδύσεων στη χώρα
  • Την προώθηση πολιτικών γα την αγροτική και αστική ανάπτυξη, την έρευνα και την καινοτομία, κατάλληλα διαμορφωμένων ώστε να ενισχύουν τις δυνατότητες της χώρας μας
  • Την αξιοποίηση του   βασικού μας πόρου, που είναι  η δημιουργικότητα και ευελιξία του Έλληνα, η ικανότητά του να χτίζει γέφυρες και να ανοίγει δρόμους εκεί που άλλοι βλέπουν επίφοβους χειμάρρους. Η  φαντασία, η γνώση και υψηλή κατάρτιση των ελλήνων, το γεγονός ότι έχουν υποχρεωθεί να ασκούνται σε δύσκολες συνθήκες επιβίωσης, τους έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη ικανοτήτων που τους επιτρέπουν σε κανονικές συνθήκες να πετυχαίνουν το καλύτερο. Κι όταν βρίσκουν δίπλα τους μηχανισμούς αρωγούς στην προσπάθειά τους, σταθερό περιβάλλον, πρόσβαση στη γνώση, πρόσβαση σε έξυπνη και ισότιμη  χρηματοδότηση με τους άλλους ευρωπαίους,  ίσες ευκαιρίες, αλληλεγγύη όταν η ζωή τα φέρνει άσχημα, τότε τολμούν, προοδεύουν, δημιουργούν προς όφελος και των ιδίων και του συνόλου.
Αυτά και πολλά άλλα περνάνε και από την Ευρώπη. Με τη αξιοποίηση των υφιστάμενων μηχανισμών ή τη συνδιαμόρφωση νέων.  Αυτά είναι το διακύβευμα για τη χώρα μας.  Αυτά θα κληθούν να υποστηρίξουν οι αντιπρόσωποι της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Χωρίς άσκοπους και άκοπους τσαμπουκάδες, που απομονώνουν τη χώρα και ντροπιάζουν τον Έλληνα. Αλλά με πείσμα, μέθοδο, συμμαχίες, τεκμηριωμένες προτάσεις προς όφελος και της Ελλάδας και της Ευρώπης,

Τίποτα από αυτά δεν μπορεί να γίνει από το υφιστάμενο κρατικοδίαιτο πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο του τόπου, για το οποίο το κύριο ζητούμενο δεν είναι η αύξηση του πλούτου και της ευμάρειας όλων, αλλά η διατήρηση της εξουσίας του και της δικής του ευμάρειας  με κάθε τρόπο. Έστω και αν ο τρόπος αυτός είναι η διαρκής υποβάθμιση και φτωχοποίηση της ζωής όλων. Από ένα καλύτερο μέλλον, που δεν τους περιλαμβάνει στην εξουσία, προτιμούν το μέλλον της μιζέριας, στο οποίο πιστεύουν ότι μπορούν να παραμείνουν άρχοντες.

Έτσι οι Έλληνες αντιμετωπίζουν το ασύλληπτο φράγμα του 70% ανεργίας στους νέους, την παράλυση της διοίκησης, την ακινησία του συστήματος, κι ένα κράτος  που ποινικοποιεί  με κάθε τρόπο (φορολογικό, κατασταλτικό) τη δημιουργική εργασία και την ελεύθερη ζωή.
Για τις ΓΕΦΥΡΕΣ, για όλους εμάς τους απλούς πολίτες που μπήκαμε σε αυτή την περιπέτεια με συνείδηση και αντίληψη της πολιτικής μας υποχρέωσης, το κύριο ζητούμενο είναι να προωθήσουμε λύσεις για όσους έχουν συμφέρον στο μέλλον και όχι στο παρελθόν.

Προτάσεις και λύσεις προς όφελος των παραγωγικών πολιτών και των γενεών που έρχονται για να συνεχίσουν να ζουν στον τόπο όπου γεννήθηκε ο ανθρωπισμός και στην ήπειρο όπου άνθισε. Αυτή η μοναδική αντίληψη που τοποθετεί τον άνθρωπο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των κοινωνιών, που εμφανίστηκε δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν, κάτω από το ανελέητο φως και τους ανέμους του Αιγαίου και ονειρεύτηκε εκ νέου η Ευρώπη χιλιάδες χρόνια μετά.

Η επιβίωση και ενίσχυση της Ευρώπης ως ισχυρού φορέα των ιδεών του ανθρωπισμού, της ελευθερίας, της Δημοκρατίας  ως προϋπόθεση για αξιοπρέπεια, ασφάλεια, ανάπτυξη κι ευημερία, η επανατοποθέτηση της χώρας μας στην καρδιά του σύγχρονου κόσμου με γνώση και τεκμηριωμένες προτάσεις και πολιτικές, που θα συνδιαμορφώνουν την Ευρώπη του μέλλοντός μας. Αυτά είναι  το προτάγματα που πρέπει να οδηγήσουν κάθε πολίτη την κρίσιμη ετούτη  Κυριακή στην επιλογή της παράταξης και των ανθρώπων που θα τον εκπροσωπήσουν τα επόμενα χρόνια.  


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος



Πρώτη δημοσίευση:marketnews.gr





Wednesday, May 14, 2014

Η μέθοδος του υδραυλικού


Share/Bookmark


Και σε ποιον δεν έχει τύχει να καλέσει έναν υδραυλικό σπίτι του - που κάποιος τον γνώριζε, από κάποια διαφήμιση τον άκουσε στις τηλεοράσεις και στα πειρατικά ραδιόφωνα -  για να του φτιάξει μια βρύση που στάζει, να του διορθώσει μιαν αποχέτευση, να του περάσει καινούργιες σωληνώσεις, να του βρει μια διαρροή;
Ο μάστορας έφτανε συνήθως  καθυστερημένος, καμιά φορά με τον βοηθό του ή το παραπαίδι του αντάμα. Επιθεωρούσε την εγκατάσταση με το βλέμμα του ειδικού. Παρατηρούσε ενδελεχώς τους νοτισμένους σοβάδες, τους σκουριασμένους ρουμπινέδες, τους χαλκοσωλήνες. Το βλέμμα του καρφωνόταν όλο περίσκεψη  σε διάφορα ακαθόριστα κι απρόβλεπτα στα μάτια του κοινού θνητού σημεία, που πιθανόν να υπέκρυπταν διαρροές, βουλωμένες απορροές, χαλασμένα σιφώνια.
Η στοχαστική ματιά του πλανιόταν στις ακολουθίες των καναλιζαρισμένων υδάτινων διαδρομών, πάνω και κάτω από τον σοβά. Χάιδευε με τις χερούκλες του τους διακόπτες, που εσύ είχες αιώνες να αγγίξεις, έστριβε βίαια τις βάνες που ‘τριζαν κι έφτυναν τη σκουριά τους και σου ’κοβε τη χολή. Τώρα θα σπάσει, τώρα θαρχίσει να βγάζει παραπάνω, έλεγες μέσα σου. Και πάν’ τα πατώματα. Πάνε και τα ηλεκτρικά, πάει και το καναπεδάκι μου. Άντε μάζευε… Αλλά σε καθησύχαζε η ήρεμη κι επιβλητική παρουσία του έμπειρου μάστορα.
Το πιο ανακουφιστικό σημείο ήταν όταν άρχιζαν τα ερωτήματα,  σαν να σούπαιρναν συνέντευξη ένα πράμα. Ένιωθες από κομπάρσος πρωταγωνιστής. Επιτέλους, κάποιος σε άκουγε με προσοχή!
«Πότε πρωτοεμφανίστηκε η υγρασία;  Πού έσκασε ο σοβάς; Έχετε αλλάξει μπαταρία; Από πού περνάει η σωλήνα; Μήπως τη διαρροή την έχει ο γείτονας; Πόσες φορές το τραβάτε το καζανάκι
Έλεγες κι εσύ το μακρύ σου και το κοντό σου, όπως όλοι μας . Ένα ψυχογράφημα των υγρών μας  φαντασιώσεων. Ένα καρδιογράφημα των υδάτινων φόβων μας. Άτιμο πράγμα το νερό, έλεγε ο παππούς, όλα τα κατατρώει και τα σκουριάζει. Κι εκείνος άκουγε συγκεντρωμένος κουνώντας το κεφάλι με συγκατάβαση.
Και μετά, η καρδιά σου  πετάριζε, όταν ερχόταν η ώρα της κρίσεως.
Έκανες το ερώτημα που όλη την ώρα σου τριβέλιζε το μυαλό, άμοιρε πολίτη: και τώρα τι να κάνουμε; να σκάψουμε; να αλλάξουμε τα σιφώνια; να βάλουμε πλαστικά; να γκρεμίσουμε τους τοίχους;
Σήκωνε το φρύδι ο μάστορας, και με επιτηδευμένη σεμνότητα αρχαίου σοφού έλεγε: «Δεν μπορώ να σας πω. Να ξεκινήσω και βλέπουμε…Θαρθώ αύριο στις οκτώ με το συνεργείο και θα πιάσουμε δουλειά. Θα το βρούμε και θα το φτιάξουμε, μην ανησυχείτε».
«Ναι, αλλά πώς θα το φτιάξετε;» ψέλλιζες με δέος. «Αφού δεν ξέρετε από πού μπάζει το πράμα».
«Έχουμε δει και χειρότερα», συνέχιζε ο μάστορας, απτόητος. «Μάλλον κάπου έχει  ραγίσει καμιά σωλήνα. Θα σκάψουμε, θα το βρούμε, θα το μπαλώσουμε θα το αλλάξουμε, θα σφραγίσουμε τις διαρροές, θα αυξήσουμε τις παροχές και θα τις μειώσουμε κιόλας, θα ρίξουμε χρήμα στην αγορά, θα αυξήσουμε τη ζήτηση, θα κόψουμε μονέδα, θα περάσουμε εξωτερικές σωλήνες, αγωγούς, πετρέλαια, θα βάλουμε και κανένα δασμό άμα λάχει, και τούτα και τ’αντίθετά τους… Δώστε μας τη δουλειά και όλα θα πάνε καλά μετά».
«Μα δεν επιτρέπονται οι δασμοί στην πολυκατοικία, μήτε να  περάσουμε σωλήνες στην πρόσοψη, όσο για τα πετρέλαια…θα μας πετάξουν έξω» σκεφτόσουνα, αλλά πού να βρεις κουράγιο να το αρθρώσεις
Ξέρει ο μάστορας.
Εκεί αποτολμούσες την κρίσιμη ερώτηση: «Και πόσο θα κοστίσει, αφεντικό, όλο αυτό; Θα πάρει πολύ χρόνο
«Θα τα βρούμε», σε αποστόμωνε ο μάστορας. «Μετά τις εκλογές
Κρύος ιδρώτας σε έλουζε. Μάζευες τα κουράγια σου και το ξεστόμιζες.
«Μα πες μου μια τιμή, βρε άνθρωπε! Θάναι εκατό ευρώ για χίλια; Πόσους ανθρώπους συνεργείο θα πάρεις; Πόσα μεροκάματα; Τι εργασίες θα κάνεις; Θα μπορώ να μπω στο σπίτι; Να χρησιμοποιήσω το μπάνιο; Για πόσες ώρες τη μέρα θάχω νερό να πιώ; Σε πόσες μέρες θα τελειώσεις, πόσο θα κρατήσει; Πώς θα μου το παραδώσεις;»
«Ε, πού να ξέρουμε από τώρα; Εξαρτάται από τη βλάβη. Κάπου εκεί θάναι, πάνω κάτω. Κάπου τόσο θα κάνει. Πέρα - δώθε. Είναι περίπλοκα τα πράγματα. Δύσκολη η ζημιά. Να ξεκινήσουμε και βλέπουμε», απαντούσε απτόητος ο μάστορας.
«Μα πες μου κάτι, νάχω λεφτά να σε πληρώσω τουλάχιστον. Να ξέρω πού να πάω να μείνω αν κρατήσει πολύ. Να κάνω τα κουμάντα μου» , έλεγες εσύ. 
«Μην ανησυχείς, αυτά θα τα συζητήσουμε μετά τις εκλογές.  Σε δυο – τρεις μέρες το πολύ θάχουμε τελειώσει

Αν παρά ταύτα εσύ επέμενες στο ερώτημα, ο υδραυλικός σε  αποστόμωνε με ύφος παρεξηγημένου ειδήμονα: «Εάν δεν θες, φίλε μου, φεύγω, έχω και άλλες δουλειές να κάνω. Τράβα και βρες κανέναν απατεώνα. Κανέναν από εκείνους τους νεομάστορες, πούναι και πανάκριβοι. Εμείς είμαστε σοβαροί άνθρωποι, κύριος. Τί μας πέρασες; Το λένε και οι τηλεοράσεις, δεν βλέπεις τις διαφημίσεις μας στα κανάλια; ».

Τη συνέχεια, όσοι υποκύψατε, την ξέρετε κι εσείς και οι γείτονές σας. Αφού το συνεργείο (ο υδραυλικός δηλαδή και μια αρμαθιά παραπαίδια) κατέφτανε την άλλη μέρα κατά τις δώδεκα το μεσημέρι,  άρχιζε το μαρτύριο, που συνήθως κατέληγε σε ένα σπίτι μισογκρεμισμένο για μερεμέτια παντού. Μέχρι να βρεθεί η σπασμένη σωλήνα, απ’ όπου διέφευγε το άτιμο το διαβρωτικό υδάτινο στοιχείο, είχανε τρυπήσει το μπάνιο, τον νεροχύτη, τη βεράντα, είχανε ξεπατώσει μερικές σειρές ξύλα από τα πατώματα και ξηλώσει τους μισούς σοβάδες. Αλλάζανε τις μπαταρίες και τους ρομπινέδες σταδιακά, ένα προς ένα, χάνανε δεν χάνανε. Κι αν τολμούσες να παραπονεθείς: «Αν δεν θες, δεν ξανάρχομαι, πλήρωσέ μου τα μεροκάματα και τα υλικά και πάρε άλλον». Πού να βγάλεις κιχ και να μείνεις με το μπουρδέλο και τις σωλήνες σπασμένες; Πού να κοιμάσαι κι άλλο στη μάνα και στους συγγενείς σου, και να τρέχεις για τουαλέτα στης γειτόνισσας; Το κατάπινες κι έλπιζες μόνο πως η επόμενη μέρα θάναι η τελευταία. Κι άντε πάλι οι προκαταβολές, άντε πάλι τα χαράτσια.
Πώς περνάει ο καιρός! Μια βδομάδα, ένας μήνας, τέσσερα χρόνια, πέντε χρόνια. Μέχρι που κάποια στιγμή, αν ήσουν στους τυχερούς, πριν ξεπατώσουν το διαμέρισμα ολόκληρο, ιχνηλατώντας τις σωληνώσεις, σκάβοντας από δω κι από κει, χαλώντας παραπάνω απ’ ό,τι φτιάχναν, πέφτανε  από τύχη σε μια μοιραία βλάβη. Κάτι κάνανε, κάτι ματσακουριάζανε, και το νερό σταμάταγε για λίγο. Κάπως έβγαινε και πλεόνασμα ακόμη για μερικές ώρες, ρίχνανε κι οι γείτονες που’χανε μπαϊλντίσει με το λάστιχο  κι έτρεχαν οι βρύσες κάτι τις.  

Και τότε ερχόταν η λυπητερή.

Πού να πεις όχι; Έδινες ότι είχες και δεν είχες για να ξεκουμπιστούν από το σπίτι τα μαστόρια. Μπας και κάνεις ένα μπάνιο σαν άνθρωπος. Να αράξεις σπιτάκι σου, να ξεκουραστείς ανακουφισμένος. Όσο όσο πλήρωνες να τους ξεφορτωθείς, και χωρίς απόδειξη και χωρίς ΦΠΑ. Χωρίς κουβέντα καν. Ταπεινωμένος από την καπατσοσύνη του μάστορα. Μόνο να φύγουν, να κλείσεις την πόρτα, να μείνεις λίγο μόνος, χωρίς θόρυβο, χωρίς σκόνες και λάσπες, χωρίς φραπέδες κι αποτσίγαρα, δίχως σούρτα-φέρτα αγνώστων στο σπίτι σου.  Αυτό σκεφτόσουν μοναχά.
Και μόλις φεύγαν, εκείνη την ιερή ώρα που πήγαινες να χαλαρώσεις, εκείνη τη ρημάδα την ώρα, νάτο πάλι ένα αμείλικτο πλιτς! Το βλέμμα σου καρφωνόταν  στη μοιραία σταγόνα που ξεμύτιζε και πάλι απ’ τον σοβά, σε άλλο σημείο τη φορά τούτη. Σε άλλη βλάβη. Έμπαζε από τις τράπεζες; από την αποεπένδυση; από το περιβάλλον; από τους αιγιαλούς; Τόσο ράβε ξήλωνε, πού να ξέρεις κι εσύ. Και νάτη πάλι η ανεργία στα ύψη.  Άλλη, καινούργια και πιο μεγάλη αβαρία.
Βλαστήμαγες λοιπόν θεούς  και δαίμονες απελπισμένος κι ανήμπορος. Φώναζες να το ακούσουν όλοι οι γείτονες, το μαύρο που θα τους ρίξεις στις επόμενες εκλογές. Πως δεν θα ξαναψηφίσεις κανέναν κερατά μάστορα χωρίς πρόγραμμα, χωρίς συγκεκριμένη τιμή και ξεκάθαρη κι αναλυτική συμφωνία έργου. Έσκουζες εξαγριωμένος κι ανήμπορος μπροστά στην παντοδυναμία του νερού και της οικονομίας, που επανερχόταν πάντα στον ίδιο δρόμο, στην ίδια κοίτη, όπως κάνει πάντα εδώ κι αιώνες.

Αλλά κυρίως ούρλιαζες θυμωμένος με το δικό σου κουσούρι, τη δικιά σου ανεπάρκεια, το δικό σου μειονέκτημα  απέναντι στην  κουτοπονηριά και την καπατσοσύνη του μάστορα, που πάλι είχε καταφέρει να σε τουμπάρει με την αλάνθαστη μέθοδο του υδραυλικού.

Μα, όσο κι αν σιχτίριζες, ήταν πια αργά. Μετά την απομάκρυνση από το ταμείο, μόλις τη δώσεις τη δουλειά, μόλις πάρουν θέσεις τα μαστόρια στο σπίτι σου, αφού τραβήξεις πίσω σου το μοιραίο παραβάν, κανένα μα κανένα λάθος δεν αναγνωρίζεται.


Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος


Tuesday, May 13, 2014

Μια πικρή γεύση στο "Ελευθέριος Βενιζέλος"


Share/Bookmark
Ένα ακόμη πρωινό στο λειτουργικό αλλά δυσανάλογα πανάκριβο από κάθε άποψη (χρήση, τιμές, πρόσβαση, στάθμευση) αεροδρόμιο της πρωτεύουσας για ένα επαγγελματικό ταξίδι.

Το ισπανοπρεπές el Venizelos είναι, εξ όσων γνωρίζω, το μοναδικό αεροδρόμιο Ευρωπαϊκής πρωτεύουσας (και όχι μόνο) από το οποίο, για να μετακινηθείς στην πόλη την οποία θα έπρεπε να ενισχύει με επισκέπτες και τουρισμό, πληρώνεις ένα είδος υψηλότατου φόρου, που οι ιθαγενείς αποκαλούμε κατ’ ευφημισμόν διόδια.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που προσγειώθηκα για πρώτη φορά στο ολοκαίνουργιο αεροδρόμιο. Είχα αναχωρήσει από το Ελληνικό για ένα επαγγελματικό ταξίδι και επέστρεψα στο νέο αεροδρόμιο. Ηταν βράδυ και με πήρε ένας υπνάκος. Ακόμη αισθάνομαι όμως την έκπληξη που αισθάνθηκα τότε καθώς νόμισα πως επιστρέψαμε για κάποιον απρόβλεπτο λόγο στη Φρανκφούρτη, αεροδρόμιο από το οποίο αναχωρήσαμε. Ήταν ακριβώς ίδιο, ίδια αισθητική, πάνω κάτω ίδια χρώματα, ίδια μαγαζιά, φαστφουντάδικα που θα μπορούσαν να βρίσκονται παντού, αλυσίδες άνυδρων και απρόσωπων duty free. Στο Ελευθέριος Βενιζέλος έλειπαν μόνο τα στοιχεία που έδιναν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα στο γερμανικό δίδυμό του: οι μπυραρίες, τα γερμανικά καφέ, τα κιόσκια με τα περίφημα λουκάνικα.

Με τον καιρό η έκπληξη μετατράπηκε σε μια πικρή γεύση που διαρκεί ακόμη: το αεροδρόμιο της Αθήνας, η κύρια αεροπορική πύλη εισόδου της χώρας, χωρίς καμία ελληνική ταυτότητα: ένα κατάστημα με ποιοτικές ελληνικές μουσικές και προϊόντα πολιτισμού, παραδοσιακά υφαντά, χειροτεχνία κάθε είδους, ένα παραδοσιακό ελληνικό καφενείο, μια ταβέρνα, ένα καλό ελληνικό εστιατόριο, ένα μαγαζί με ελληνικά κρασιά από κάθε γωνιά της Ελλάδας, μια λατέρνα, ένα σουβλατζίδικο βρε αδελφέ. Κάτι που να θυμίζει και να μυρίζει στον επισκέπτη Ελλάδα.

Προφανώς δεν περιλαμβάνεται στο business plan, δεν το σηκώνει η αποστειρωμένη ακρίβειά του.

Πόσα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν από νέα παιδιά, νέους επιχειρηματίες εάν είχαν προβλεφθεί στο επιχειρηματικό του πλάνο; Γεμάτη είναι η πόλη από όμορφες ιδέες που αδυνατούν να μετακομίσουν στο αεροδρόμιο, προφανώς. Προσοδοφόρες δραστηριότητες και για το αεροδρόμιο και για τους ίδιους και για τη χώρα!

Παραμένει όμως αποκομμένο από την πόλη και ξένο σώμα. Εμβόλιμο στο Αττικό τοπίο. Προσγειώθηκε στα Μεσόγεια ως έχει. Ξερό, όπως η «ανάπτυξη» που δεν προέρχεται από ένα ελληνικό όνειρο, ένα ελληνικό σχέδιο.

Τούτο είναι το άνυδρο μέλλον μιας άψυχης κι ανέραστης διοικούσας τάξης που αδυνατεί να αντιληφθεί πως το ισχυρό στοιχείο του ελληνισμού, το συγκριτικό του πλεονέκτημα (όπως κάθε έθνους, κάθε παράδοσης) είναι η μοναδική και, στη δική μας περίπτωση, η ασύγκριτα πλούσια ιδιαιτερότητα.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος





Thursday, May 1, 2014

Ποια Ελλάδα χρεοκόπησε;


Share/Bookmark

Μερικοί λένε, όχι χωρίς κάποια ιδιοτελή αισιοδοξία: η Ελλάδα που χρεοκόπησε είναι αυτή των σκυλάδικων. της φιγούρας, της ψευτομαγκιάς. Υποστηρίζουν με μιας μορφής αυταρέσκεια, πως χρεοκόπησε μόνο η Ελλάδα της απληστίας, της μίζας, της εικόνας. Πως η Ελλάδα που φαλίρισε είναι μόνο εκείνη των πολιτικών σογιών, αυτή της πολιτικής μπίχλας.

Λυπάμαι, αλλά διαφωνώ. Δεν μπορώ να αφεθώ τόσο εύκολα σε αυτή την ανακουφιστική διαπίστωση που υπονοεί ότι όλοι οι υπόλοιποι, η άλλη Ελλάδα, των καλλιεργημένων, των διανοούμενων, των καλών επιστημόνων, των εργατικών, των μη διαπλεκόμενων, των παραγωγικά εργαζόμενων, ότι αυτή η Ελλάδα μπορεί και να μη χρωστάει τίποτα.

Όχι, καλοί μου φίλοι. Δεν θα τη σκαπουλάρουμε τόσο εύκολα. Κι εμείς χρεοκοπήσαμε μαζί τους, θέλοντας και μη. Και εμείς χρωστούμε στις αγορές και στους δανειστές μας μέρος από το έχειν μας. Κι εμείς χρωστούμε στη νέα και στις  μελλοντικές γενιές μέρος από το είναι μας. Κι ας μην κλέψαμε. Κι ας μην πουλήσαμε μούρη.

Ιδιωτεύσαμε, όμως, κι αυτό φτάνει.

Κι έτσι όλο το καράβι μπάταρε, όχι το μισό. Και οι δυο Ελλάδες που παλεύουν εντός μας ναυάγησαν.  Και το δικό μας περιβάλλον, κοινωνικό, φυσικό και οικονομικό, απαξιώνεται, φθίνει, μπάζει νερά από παντού. Και τα δικά μας στεγανά πλημμυρίζουν. Κι ίσως περισσότερο αυτά από κείνα των καπεταναίων και του πληρώματος, που έτρεξε να σωθεί πρώτο πρώτο και πάλι επέστρεψε στο κουμάντο με την πρώτη ευκαιρία.

Αυτό το χρέος δεν το γλιτώνουμε. Να το εξαγοράσουμε μπορούμε μόνο με τις πράξεις μας. Να πετάξουμε στη θάλασσα τους καπετάνιους και το πλήρωμα, που υποκρίνονται πως τιμονεύουν με τις μηχανές σβηστές, κρατώντας τις καλές τους τις καμπίνες. Που καμώνονται πως κουμαντάρουν στ’ αλήθεια ένα καράβι που θαλασσοδέρνεται, ρυμουλκούμενο από ένα μικρό κι ευκαιριακό σκοινί κρεμασμένο σε έναν ασταθή κάβο της Ευρώπης, που κι αυτή ταλανίζεται στη φουρτούνα.

Να καταφέρουμε να βάλουμε μπρος τις μηχανές, να ανοίξουμε τα πανιά και να το παραδώσουμε με προβλήματα, αλλά ορθόπλωρο σε αυτούς που ακολουθούν.

Μόνον τότε θα τόχουμε αποπληρώσει το δικό μας χρέος.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος





εικόνα:  'Brig Mercury is Meeting the Russian Squadron (1842), Aivazovskiy Ivan,  Ρώσος ζωγράφος (1817-1900).





Η αναπτυξιακή διάσταση και η κοινωνική ευθύνη του δικαιώματος της απεργίας


Share/Bookmark

Contre-Courant - Αντίθετα στο ρεύμα

Μια σειρά από αιρετικές απόψεις που επιχειρούν να θέσουν ερωτήματα σε σχέση με την κρυμμένη πραγματικότητα, την ανεστραμμένη αλήθεια, τη διαστροφή των νοημάτων των λέξεων η οποία είναι και η πηγή των δεινών μας. Για τον συνδικαλισμό, τους φόρους, τη φοροδιαφυγή και την ανεπίσημη οικονομία, την ανεργία, την ενδοοικογενειακή ζητιανιά, τον κατώτατο μισθό, την κρυμμένη εξουσία των γερόντων, τις δημόσιες επενδύσεις, τις απεργίες. Για να επιχειρήσουμε να δούμε τη σκιά του παραλόγου, τον Χάμπτυ Ντάμπτυ. Εκείνο το στρογγυλό πλάσμα που λέει στην Αλίκη που τριγυρνάει, με την παιδική της ελαφρότητα και διαύγεια, στη Χώρα των Θαυμάτων: «οι λέξεις σημαίνουν αυτό που εγώ θέλω να σημαίνουν», καθιστώντας δια μιας αδύνατο οποιονδήποτε διάλογο, οποιαδήποτε λογική αντιπαράθεση, την ανακάλυψη οποιασδήποτε αλήθειας.


- Το δικαίωμα της απεργίας, οι κυκλικές κρίσεις και οι μεγάλοι πόλεμοι

Η απεργιακή δράση έχει μακρά ιστορία. Η πρώτη γνωστή απεργία συνέβη προς το τέλος της 20ης δυναστείας στην Αίγυπτο, το 1152 πΧ, επί του Ραμσή III, όπως μεταφέρθηκε σε εμάς λεπτομερώς σε πάπυρο που διατηρείται στο σημερινό Τορίνο. Τεχνίτες της βασιλικής νεκρόπολης εξεγέρθηκαν και αρνήθηκαν να εργαστούν. Η απεργία τρόμαξε τόσο τις αρχές της Αιγύπτου, καθώς αυτή ήταν μια πρωτοφανής κατάσταση, που ενέδωσαν και υποχώρησαν παρέχοντας αυξήσεις των μισθών.

Ακολούθησαν στον 18ο αιώνα οι εξεγέρσεις των ναυτεργατών στην Αγγλία και, σταδιακά, οι εξεγέρσεις και απεργίες των εργατών στην εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης μέχρι και την κρίση του 1929 στον βιομηχανικό κόσμο.

Κατά την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης δημιουργήθηκαν μεγάλες και μικρές παραγωγικές μονάδες, πολλαπλασιάζοντας την παραγωγικότητα της οικονομίας. Η αυξημένη παραγωγή οδηγούσε σταδιακά σε αύξηση των κερδών και συνεπώς στη συσσώρευση κεφαλαίου, σε νέα επένδυση, σε νέα αύξηση της παραγωγής κ.ο.κ.

Σε κάθε μονάδα ξεχωριστά οι εργοδότες, μη έχοντας να αντιμετωπίσουν κανένα νόμιμο πλαίσιο που να ισορροπεί τη διανομή εξουσίας μεταξύ αυτών και των εργαζομένων, έτειναν να ελαχιστοποιούν τις αμοιβές και να επιβάλλουν απάνθρωπες συνθήκες εργασίας προκειμένου να μεγιστοποιήσουν το κέρδος. Αυτό οδηγούσε σε υπερ-συσσώρευση κεφαλαίου και έλλειψη κατανάλωσης, που εκδηλωνόταν ταυτόχρονα σχεδόν σε μεγάλα τμήματα του τότε ανεπτυγμένου κόσμου.

Προκαλούσε έτσι κυκλικά επανερχόμενες θεμελιώδεις ανισορροπίες, οι οποίες κατέληγαν συστηματικά στο κλείσιμο των παραγωγικών μονάδων από την έλλειψη αυτού που ο Κέυνς αποκάλεσε αργότερα "ενεργό ζήτηση". Δηλαδή,  την απουσία αγοραστών που έχουν και την ανάγκη και τα χρήματα να καταναλώσουν τα διαθέσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, τα οποία έτσι έμεναν στα ράφια ή στις αποθήκες. Αυτό οδηγούσε σε κλείσιμο των παραγωγικών μονάδων, σε υψηλή ανεργία, η οποία με τη σειρά της έφερνε κοινωνική εξαθλίωση και ακόμη λιγότερους αγοραστές. Τέλος, το περίσσευμα προϊόντος και πλούτου καταστρεφόταν μετατρεπόμενο σε αναλώσιμο υλικό (κτήρια, υποδομές αλλά και όπλα) για πολέμους που κατέστρεφαν το συσσωρευμένο κεφάλαιο, δηλαδή την ανθρώπινη εργασία γενεών, σε γενικευμένα ολοκαυτώματα ανθρώπινης σάρκας και μετάλλου.

Οι πόλεμοι αυτοί δεν ήταν δύσκολο να ξεσπάσουν, καθώς η ανέχεια και ο φόβος που τροφοδοτούνταν από την αστάθεια οδηγούσαν τους ανθρώπους σε ακραίες θέσεις και παράλογους εθνικισμούς, που έβρισκαν εύκολα την πολιτική τους έκφραση.

Όλα αυτά είναι καλά γνωστό ότι οδήγησαν στην κρίση του '29 και στον παγκόσμιο πόλεμο.

Σταδιακά μετά από την κρίση και τον πόλεμο το δικαίωμα στην απεργία ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των ανεπτυγμένων χωρών, προκειμένου να ισορροπήσει την ισχύ του εργοδότη. Κατά κανόνα η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος (όχι υποχρεωτικά η άσκηση καθαυτή, όπως και για κάθε δικαίωμα) οδηγεί σε διάλογο και διαπραγμάτευση με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε μιας επιχείρησης χωριστά.

Διασφαλίστηκε έτσι ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός. Οι καλύτερες και παραγωγικότερες επιχειρήσεις οδηγούνται στο να παρέχουν υψηλότερες αμοιβές. Από την αύξηση των αμοιβών προστατεύονται αυτές που εμφανίζουν χαμηλότερη απόδοση και παραγωγικότητα, ώστε να μείνουν στο παιχνίδι και να έχουν σοβαρό κίνητρο για τους εργαζομένους και την εργοδοσία για να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους. Ο διάλογος καθιστά και τις δυο πλευρές (εργοδότες και εργαζομένους) υπεύθυνες και επιβάλλει τις αναγκαίες εξηγήσεις.

Οι ρυθμίσεις του δικαιώματος της απεργίας ποικίλλουν από κράτος σε κράτος, αλλά σε γενικές γραμμές εδράζονται στους ακόλουθους λογικούς και οικονομικούς κανόνες:

1. Ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της απεργίας δεν πληρώνεται. Αρνείται να παρέχει την εργασία του καταθέτοντας συγκεκριμένα αιτήματα και αναλαμβάνει το κόστος.

2. Το δικαίωμα να απεργήσει κάποιος προϋποθέτει κάποιας μορφής συλλογική απόφαση. Δεν απεργεί κανείς ατομικά. Οι όροι λήψης της απόφασης αυτής ρυθμίζονται με διάφορους τρόπους (ύπαρξη οργανωμένου συνδικάτου, πλειοψηφία, προειδοποίηση κλπ).

3. Η απεργία δεν είναι υποχρέωση. Είναι δικαίωμα. Έναντι αυτού του δικαιώματος υπάρχει το αναφαίρετο και κυρίαρχο δικαίωμα οιουδήποτε δεν επιθυμεί να απεργήσει, να εργαστεί με τους όρους που του προσφέρονται, εάν έτσι κρίνει.

4. Η άσκηση του δικαιώματος υπόκειται σε περιορισμούς όταν λόγω της στρατηγικής φύσης της υπηρεσίας εξαναγκάζει σε άμεση διακοπή της εργασίας και άλλους που δεν επιθυμούν να απεργήσουν. Όταν, για παράδειγμα, απεργούν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, αδυνατούν να εργαστούν οι πιλότοι και χιλιάδες άλλοι εργαζόμενοι της ίδιας επιχείρησης ή του ίδιου κλάδου.

5. Μια απεργία εξ ορισμού μειώνει την παραγωγή και κερδοφορία της επιχείρησης. Συνεπώς, μειώνει και τα πιθανά κέρδη που θα μπορούσαν να διανεμηθούν και οι εργαζόμενοι το γνωρίζουν αυτό εξαρχής. Μια απεργία μπορεί να οδηγήσει στη χρεοκοπία μιας επιχείρησης ή στο κλείσιμό της. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης χάνει την επιχείρησή του και οι εργαζόμενοι την εργασία τους.

Το τελευταίο σημείο είναι πολύ σημαντικό. Είναι το γεγονός το οποίο οδηγεί σε συμβιβασμούς και στην από κοινού αναζήτηση μιας αμοιβαία συμφέρουσας λύσης. Για τον λόγο αυτό στις προηγμένες κοινωνίες και οικονομίες, όπως η γερμανική και οι σκανδιναβικές, αναπτύχθηκε η κουλτούρα της διαπραγμάτευσης και των συμβιβασμών. Τα δεδομένα είναι γνωστά και στις δύο πλευρές πριν φθάσουν στην απεργία. Συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος για τους εργαζομένους υπάρχει μόνο όταν ο εργοδότης δεν δέχεται μια από τις πιθανές λογικές και βιώσιμες λύσεις ή δεν είναι σε θέση να εξηγήσει στους εργαζόμενους το πλάνο ανάπτυξης της επιχείρησης (άρα και των δικών τους οφελών από αυτό), επομένως έχει αποτύχει.

Το δικαίωμα στην απεργία, ρυθμισμένο σε αυτό το πλαίσιο, έχει κεντρικό εξισορροπητικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα. Διασφαλίζει την παραγωγική κατανομή των κερδών, την εγκαθίδρυση διαλόγου, ο οποίος λαμβάνει υπόψη και τα μεσοπρόθεσμα συμφέροντα της επιχείρησης, όχι τόσο με την άσκησή του αλλά με τη δυνατότητα άσκησής του. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο και σπάνια ασκείται.

Στο πλαίσιο αυτό η ύπαρξη υγιών επιχειρησιακών συνδικάτων είναι προϋπόθεση και όχι αντίπαλος για τη βελτίωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη, για την εξασφάλιση της συναίνεσης και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και τη διασφάλιση της γενικότερης εργασιακής και οικονομικής ισορροπίας.

Ο παραγωγικός διάλογος είναι απαραίτητος και στον διάλογο χρειάζονται πάντα δύο, με ισορροπημένα άμεσα συμφέροντα και κοινά στρατηγικά συμφέροντα. Δύο ικανοί να συζητήσουν. Το παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία με ισχυρά συνδικάτα και σοβαρούς εργοδότες κατόρθωσε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα, να διασώσει τις επιχειρήσεις της και να μειώσει τις εντάσεις, είναι μπροστά στα μάτια μας.

Στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, η οριζόντια εφαρμογή κλαδικών συμβάσεων για τις αμοιβές στην πραγματικότητα λειτουργούσε κατά της βελτίωσης των αμοιβών των εργαζομένων συνολικά και έπληττε κυρίως τις λιγότερο παραγωγικές επιχειρήσεις και τους εργαζομένους σε αυτές. Τις οδηγούσε στο περιθώριο της αγοράς και στο κλείσιμο, ενώ οι πλέον παραγωγικές γίνονταν και αυτές σταδιακά λιγότερο παραγωγικές (άρα μείωναν τις αμοιβές) ελλείψει ανταγωνισμού. Κατέστρεψε επίσης τα επιχειρησιακά συνδικάτα και οδήγησε στην κυριαρχία των κλαδικών συντεχνιών. Για τον λόγο αυτόν η οριζόντια εφαρμογή συμβάσεων περιορίστηκε.

Οι απεργίες έχουν ορισμένες φορές επίσης έναν γενικό πολιτικό χαρακτήρα, όταν το σύνολο των πολιτών ή η πλειοψηφία θεωρεί ότι πλέον η κοινωνική ζημιά από την απεργία έχει έναν υπέρτερο σκοπό, τη δημοκρατία και την ελευθερία, όπως για παράδειγμα στα κομμουνιστικά καθεστώτα και στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της βόρειας Αφρικής πρόσφατα. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνία αποδέχεται την απώλεια παραγωγής γιατί πιστεύει σε κάτι ευρύτερο, που θα την βελτιώσει αργότερα.

Η κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία και, ακόμη περισσότερο, στην ελληνική οικονομία σήμερα δεν είναι αυτή του ’29. Έχουμε την τύχη να ζούμε τη μακρότερη περίοδο ειρήνης στην παγκόσμια ιστορία, ήδη πάνω από 60 χρόνια, χάρη και στον εξισορροπητικό ρόλο του δικαιώματος της απεργίας.

Η ελληνική οικονομία σήμερα πάσχει από έλλειψη ανταγωνιστικής παραγωγής, και όχι ενεργού ζήτησης, η οποία αντικατοπτρίζεται στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, ισοζυγίου υπηρεσιών και συνολικότερα των τρεχουσών συναλλαγών.

Με άλλα λόγια, ενώ υπάρχει παγκόσμια ζήτηση, δεν παράγουμε αρκετό πλούτο (ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες) που να μας επιτρέπει με την ανταλλαγή του στις παγκόσμιες αγορές να αγοράσουμε τα αντίστοιχα προϊόντα και υπηρεσίες που θα επιθυμούσαμε να έχουμε.

- Στην όμορφη και παράδοξη χώρα μας το δικαίωμα στην απεργία απέκτησε άλλο νόημα, υπέστη και αυτό μια ιδιαίτερη παραμόρφωση.

Οι συνηθέστερες απεργίες στην Ελλάδα είναι αυτές που γίνονται στον δημόσιο τομέα, οι κλαδικές απεργίες και οι απεργίες που αφορούν επιχειρήσεις που παράγουν κοινωφελή δημόσια αγαθά μονοπωλιακού χαρακτήρα, απαραίτητα για τη λειτουργία της παραγωγικής δραστηριότητας του συνόλου της οικονομίας, αλλά και για τη διασφάλιση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων των πολιτών: τη θέρμανση, τον ηλεκτρισμό, την ελεύθερη μετακίνηση, τη δυνατότητα συνάθροισης, την ίδια την ανθρώπινη ζωή πολλές φορές.

Εκεί, δηλαδή, που ο εργοδότης είναι αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε με την επίσης κάπως αλλοιωμένη λέξη «λαό».

Τα τυχόν κέρδη από τη λειτουργία των επιχειρήσεων και οργανισμών αυτών τα εισπράττει ο φορολογούμενος πολίτης, ενώ τις ζημιές πληρώνει επίσης ο ίδιος. Το ίδιο και περισσότερο ισχύει και για τις υπηρεσίες που παρέχονται από την κεντρική κρατική διοίκηση (δικαιοσύνη, ασφάλεια, χωροταξία κλπ).

Υπηρεσίες από την παροχή των οποίων εξαρτώνται υπέρτερα αγαθά: το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση, το δικαίωμα στην απονομή δικαιοσύνης, το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα στη ζωή.

Επιπλέον, οι τομείς αυτοί δεν παρουσιάζουν κέρδη για να διανεμηθούν ή, στις σπάνιες περιπτώσεις που παρουσιάζουν, αυτό οφείλεται στη μονοπωλιακή τους ρύθμιση εις βάρος των καταναλωτών/πολιτών.

Συνεπώς, οι απεργίες αυτές δεν είναι όπλο διαπραγμάτευσης με έναν οποιονδήποτε εργοδότη. Είναι διαπραγμάτευση με την κοινωνία, η οποία είναι ταυτόχρονα ιδιοκτήτης και πελάτης, και έχει εξασφαλίσει την επένδυση για τις υποδομές αυτές, ενώ πληρώνει τη λειτουργία τους.

Οι εργαζόμενοι των υπηρεσιών και οργανισμών αυτών γνωρίζουν ότι οι φορείς στους οποίους εργάζονται δεν μπορούν να χρεοκοπήσουν άμεσα, διότι θα καταρρεύσει η παραγωγική δραστηριότητα συνολικά και, επομένως, ότι δεν κινδυνεύουν να χάσουν την εργασία τους.

Ας δούμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα των Δημόσιων Μέσων Μαζικής Μεταφοράς:

• Η επένδυση για την κατασκευή και εξοπλισμό τους πληρώθηκε από τους φορολογουμένους (δηλαδή ακόμη και τον άνεργο, ο οποίος από την πενιχρή κατανάλωσή του, ας πούμε των 4.000 ευρώ τον χρόνο, καταβάλλει άνω του 30 % στο Δημόσιο, μέσω του ΦΠΑ που πληρώνει για τα βασικά αγαθά που καταναλώνει, των φόρων στα τσιγάρα, στο αλκοόλ, στα καύσιμα, και ενδεχόμενα, και από τεκμήρια για εισόδημα που δεν έχει).

• Το άνοιγμα στο κόστος λειτουργίας τους, η ζημία (η διαφορά δηλαδή μεταξύ εσόδων από εισιτήρια και λοιπών εσόδων και δαπανών) πληρώνεται επίσης από τον ίδιο φορολογούμενο, που είναι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας.

• Τα έσοδά τους προέρχονται από τους πολίτες υπό άλλη ιδιότητα, αυτήν του πελάτη. Και μάλιστα, όχι από τους πιο εύπορους, οι οποίοι έχουν και άλλες δυνατότητες μεταφοράς, αλλά από τους πλέον αδύνατους. Ισόποσα, και παραπάνω μάλλον, προέρχονται από τους συνταξιούχους και από τους ανέργους και από τους νέους και από μετανάστες που εργάζονται για ένα κομμάτι ψωμί.

Οποιαδήποτε περιττή ή αδικαιολόγητη δαπάνη για τη λειτουργία τους (όπως μισθοί υψηλότεροι αυτών που διαμορφώνονται στην αγορά, πλεονάζον προσωπικό, μικρότερη διάρκεια εργασίας, χαμηλή παραγωγικότητα) συνεπάγεται για να καλυφθεί είτε αύξηση των φόρων είτε της τιμής των παρεχόμενων υπηρεσιών. Οποιαδήποτε εξοικονόμηση από τη λειτουργία τους μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της τιμής των εισιτηρίων ή μείωση των φόρων.

Από την άλλη πλευρά, η συνεχής απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, ακόμη και εάν το καθεστώς λειτουργίας τους ήταν ιδιωτικό, καθώς απειλούνται υπέρτερα αγαθά για την προστασία των οποίων το Κράτος είναι υπεύθυνο.

Από την απεργία, λοιπόν, δεν βλάπτεται μια οποιαδήποτε εταιρεία η οποία κινδυνεύει να κλείσει. Βλάπτεται το σύνολο της οικονομίας και παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.

• Ποιος έχει δικαίωμα να στερήσει από τον άνθρωπο που φροντίζει την ηλικιωμένη μητέρα του το να μετακινηθεί για να το κάνει;

• Ποιος έχει δικαίωμα να στερήσει από τη γυναίκα που εργάζεται για ένα μεροκάματο στην άλλη άκρη της πόλης για να ταΐσει τα παιδιά της το να πάει να εργαστεί;

• Ποιος έχει δικαίωμα να μας κλείσει στα σπίτια μας;

• Ποιος έχει δικαίωμα να αποκλείσει τον ηλικιωμένο και ανήμπορο από το να επισκεφθεί τον γιατρό του;

• Ποιος έχει δικαίωμα να οδηγήσει στην απώλεια μεροκάματων και θέσεων εργασίας σε δεκάδες άλλους τομείς της οικονομίας;

• Ποιος θα πληρώσει γι’ αυτούς; Ποιος έχει την αστική και ποινική ευθύνη για τις απώλειες, τις ζημίες, τους θανάτους που δεν καταγράφονται, δεν συσχετίζονται, περνούν στα αζήτητα, στα ψιλά της συνείδησής μας, μέσα στα γεγονότα της καθημερινότητάς μας;

Πιστεύει κανείς ότι, εάν το πολιτικό μας σύστημα έθετε ευθέως το ερώτημα με τη σωστή αριθμητική στον «κυρίαρχο λαό», ιδιοκτήτη και πελάτη, αυτός θα αποφάσιζε ποτέ να κρατήσει περιττούς υπαλλήλους ή να αυξήσει οικειοθελώς τους φόρους του; Πιστεύει κανείς ότι, εάν ετίθετο το ερώτημα «ποιος πληρώνει τη ζημιά;» (οικονομική και ανθρώπινη), θα αποφάσιζε «συνεχίστε»;


- Η εικόνα απέναντι στον καθρέφτη, μια ακόμη αντιστροφή

Τελικά, οι απεργίες στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, στον στενό Δημόσιο τομέα, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και αλλού και ο τρόπος αντιμετώπισής τους είναι μια ακόμη από τις παρανοήσεις της μισοδημοκρατίας μας, ένα ακόμη σημασιολογικό λάθος, μια ακόμη παρεξήγηση.

Δεν πρόκειται για απεργία κάποιων εργαζομένων για να διαπραγματευθούν με έναν εργοδότη. Οι απεργίες στα δίκτυα και στις υπηρεσίες που παρέχουν μονοπωλιακά (δημόσια) αγαθά είναι εμφανώς λοκ-άουτ των πραγματικών ιδιοκτητών, αυτών δηλαδή που καρπώνονται την επιδοτούμενη ζημιά της επιχείρησης και του κράτους, οι οποίοι προσποιούμενοι τους εργαζομένους κλειδώνουν απέξω τους κατ΄όνομα ιδιοκτήτες, που είναι ταυτόχρονα και πελάτες και μέτοχοι. Όλους εμάς τους πολίτες, τους κατοίκους της χώρας αυτής.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αντί να υπερασπισθεί, ως οφείλει εκ του όρκου του, τα συμφέροντα των φορολογουμένων, τα δικαιώματα του κράτους-εργοδότη, αντί να εντοπίσει τους ενόχους παράνομων πράξεων και να τους απολύσει, αντί να θέσει ανοιχτά και με τα σχετικά στοιχεία το ερώτημα στους πολίτες, καταφεύγει σε λύσεις-υπεκφυγές που κοστίζουν στην κοινωνία παραπάνω, όπως η επιστράτευση. Για να αποφύγει να ονοματίσει, να προσδιορίσει, να προσωποποιήσει την ευθύνη.

Ίσως γιατί, αν το έκανε, το πρόσωπο που θα αποκαλύπτονταν από πίσω, όταν οι πολίτες θα ρωτούσαν λογικά ποιος έδωσε αυτές τις παράλογες αυξήσεις (εάν είναι τέτοιες) με τα δικά μας λεφτά, ποιος τους διόρισε όλους αυτούς που περισσεύουν, το πρόσωπο που θα βλέπαμε θα ήταν εν τέλει αυτών των ιδίων, των εκπροσώπων του πολιτικού συστήματος.

- Οι τρεις λόγοι στρέβλωσης ενός παραγωγικού θεσμού:

Ο πρώτος λόγος, που αναλύθηκε παραπάνω, είναι η καταχρηστική λειτουργία του δικαιώματος της απεργίας στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα. Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει στην αδυναμία εξισορροπητικής λειτουργίας του εκεί όπου πράγματι είναι απαραίτητος. Στον ιδιωτικό τομέα, που καταβάλλει μέσω των φόρων το σύνολο των ζημιών που προκαλεί η αντιπαραγωγική λειτουργία του δημοσίου, δεν έχουν μείνει κέρδη για να μοιραστούν. Οι άνεργοι πολλαπλασιάζονται καθημερινά και έτσι ακόμη και η υγιής επιχειρηματικότητα (όση έχει απομείνει) δεν έχει κίνητρο να διαπραγματευτεί. Δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο συζήτησης εργοδότη και εργαζομένου, πέρα από τη μείωση των αμοιβών όλων και των θέσεων εργασίας.

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι τα συνδικάτα (και αυτά του ιδιωτικού τομέα) διαβρώθηκαν από κομματικές παρατάξεις, οι οποίες προέβαλαν μέσω αυτών το ευρύτερο κομματικό συμφέρον και όχι το συμφέρον των συγκεκριμένων εργαζομένων τους οποίους κανονικά θα έπρεπε να εκπροσωπούν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι εργαζόμενοι τα απαξίωσαν, δεν τα εμπιστεύονται, δεν συμμετέχουν.

Ο τρίτος λόγος είναι ότι και ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής μας επιχειρηματικότητας (ευτυχώς όχι όλο) δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη σχέση με την παραγωγική επιχειρηματικότητα των ανεπτυγμένων χωρών. Αρκετοί ιδιοκτήτες μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων στη χώρα μας δεν βλέπουν στην επιχείρησή τους μια αυτόνομη οντότητα με το δικό της μάνατζμεντ, τους γενικότερους στόχους, τους εσωτερικούς παίκτες και ισορροπίες. Αδυνατούν να τη συλλάβουν ως οντότητα με διάρκεια και κοινωνικό χώρο πέρα από τη δική τους ζωή, ως μια παραγωγική συλλογικότητα, μια οργάνωση που τους ανήκει και ταυτόχρονα τους ξεπερνά. Γι’ αυτό πολύ συχνά, όταν οι Ελληνικές επιχειρήσεις μεγαλώνουν πάνω από ένα μέγεθος, αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Δεν μπορούν να απεξαρτηθούν από το micro-μάνατζμεντ (ευγενικός όρος για το μάνατζμεντ του μπακάλικου) του ιδρυτή ή ιδιοκτήτη τους.

Παραμένουν οι άνθρωποι αυτοί όμηροι ενός παρωχημένου παραγωγικού μοντέλου που αυτοκαταστρέφεται. Βλέπουν τις επιχειρήσεις τους ως προέκταση του σογιού και, πολλές φορές, του υπερτροφικού εγώ τους. Ταυτίζουν πλασματικά την απαραίτητη και υγιή συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων με τον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό. Επιβεβαιώνουν τη συσκότιση και τη διαστροφή, η οποία νομίζουν ότι τους βολεύει. Αντί να επιζητούν οι ίδιοι τον διάλογο με αξιόπιστους συνομιλητές, τους απωθούν και απαξιώνουν. Δεν είναι σε θέση για μια σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση. Έτσι, οδηγούν τους φυσικούς συνομιλητές και αντικειμενικά συμμάχους τους στην απαξίωση και στις αναισθητικές κομματικές αγκαλιές.


Τι βλέπουμε λοιπόν, κοιτώντας μέσα από τον καθρέφτη, γύρω από το παρεξηγημένο δικαίωμα στην απεργία;

Πραγματικούς ιδιοκτήτες που έχουν ιδιοποιηθεί δημόσια περιουσία και, παριστάνοντας τους εργαζομένους, απεργούν εναντίον των πελατών και χρηματοδοτών τους. Αφεντικά οικογενειακών μονάδων του 18ου αιώνα που υποδύονται τους σύγχρονους επιχειρηματίες. Συνδικαλιστές που υποδύονται τους εκπροσώπους των εργαζομένων αλλά εκπροσωπούν τον εαυτό τους και το κόμμα τους, στην καλύτερη περίπτωση. Και, τέλος, εκατοντάδες χιλιάδες σκληρά εργαζόμενους ανθρώπους, που βλέπουν καθημερινά τις δουλειές τους να χάνονται, κι άλλους τόσους ανέργους, που βλέπουν τις ζωές τους να διαλύονται δίχως να εκπροσωπούνται από κανέναν.

Το μεγάλο ψυχολογικό κόλπο της παραμόρφωσης αυτής είναι ότι οδήγησε αυτούς τους τελευταίους, τους ανθρώπους που έχουν διάθεση για δουλειά και δημιουργία, τους ανθρώπους με ανοιχτά μυαλά και ανοιχτές καρδιές, αυτούς που το συμφέρον τους βρίσκεται στο μέλλον, στον σύγχρονο κόσμο, να προσπαθούν όλα αυτά τα χρόνια απελπισμένα να πείσουν τον εαυτό τους ότι οι ίδιοι είναι κάτι που μοιάζει με πολίτες, για να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους που ταυτίζεται με την αυταπάτη τους.

Έτσι δικαιολογούσαν στον εαυτό τους την ανοχή απέναντι στο καφκικό μας κράτος, που παριστάνει το κράτος δικαίου, και στους πραγματικούς ιδιοκτήτες του. Το κράτος για το οποίο οι νεοέλληνες είμαστε ιθαγενείς, υπήκοοι και, άρρητα, όμηροι.

Βάζοντας σε κάθε τομέα με κόπο και σύστημα τον καθρέφτη απέναντι κι αποκαθιστώντας την εικόνα της πραγματικότητας, μπορούμε να σκεφτούμε πώς μπορούμε να την αντιστρέψουμε.

Με ποιες αποφάσεις και ποιες παρεμβάσεις, ποιον πολιτικό λόγο και με ποιους ανθρώπους μπορούμε να ξαναδώσουμε στις λέξεις το νόημά τους και στις πράξεις την ουσία τους, ώστε να δημιουργηθεί το πλειοψηφικό εκείνο ρεύμα που θα μπορούσε να οδηγήσει την ελληνική κοινωνία στον σύγχρονο κόσμο.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος