Thursday, October 24, 2013

Γύφτισσα τον εβύζαξε;


Share/Bookmark
Gitanos" Granada, España,
1933, foto de H.Cartier-Bresson
Η ρίζα των τσιγγάνικων φύλων χάνεται στα βάθη των αιώνων. Το ρομανικά αυτά φύλα, με τα πολλά ονόματα (γύφτοι, τσιγγάνοι, κάλε, σίντι) πιστεύεται ότι ήλθαν στην Ευρώπη στο τέλος της Αναγέννησης και απλώθηκαν γρήγορα από τις εύφορες πεδιάδες της Βλαχίας ως τη Γαλλία, την Ισπανία (διασχίζοντας τα Πυρηναία) και τα Βαλκάνια. Η καταγωγή τους είναι από την Ινδική υποήπειρο, την ίδια που γέννησε τον δυτικό άνθρωπο. Σύγχρονες γενετικές αναλύσεις τραβούν πίσω στον χρόνο την έλευσή τους δεκαπέντε αιώνες. 
Η ιδιαιτερότητά τους είναι πως δεν κουβαλούν καμιά παράδοση μιας μακρινής και αρχαίας πατρίδας από όπου οι προπάτορές τους μετανάστευσαν, όπως πολλοί περιπλανώμενοι λαοί ή έθνη της διασποράς. Κατά τρόπο ακατανόητο στον δικό μας νου, τόσο ριζωμένο στην κτητικότητα και την ιδιοκτησία, έχουν αρνηθεί πεισματικά να διεκδικήσουν οποιαδήποτε εθνική κυριαρχία σε κάποιον από τους τόπους που κατοικούν, ακόμη κι εκεί όπου κατά καιρούς υπήρξαν ή είναι σημαντικό μέρος του πληθυσμού. 
Αντίστοιχη είναι η σχέση τους με τους κανόνες και τους νόμους. Κουβαλούν έναν αέρα που μοιάζει αέρας ελευθερίας και ανατροπής, δεν είναι όμως τελικά παρά ένα άλλο σύστημα αξιών, με τις δικές του αρχές και κανόνες, αυστηρούς μάλιστα, που εξελίχθηκε αλώβητο σχεδόν, παράλληλα με το δικό μας, σε όλους αυτούς τους μακρούς αιώνες. Κάποιες εθνολογικού χαρακτήρα ομοιότητες στις συμπεριφορές μπορεί κανείς να ανιχνεύσει με τους μακρινούς Ινδιάνους της βόρειας Αμερικής, αν εξαιρέσουμε ότι η δική τους αναφορά είναι η φύση και το κυνήγι, ενώ αυτή των Ρομά είναι η συνύπαρξη σε έναν παράλληλο κόσμο με τους άλλους εγκαθιδρυμένους πολιτισμούς και η αξιοποίηση των ευκαιριών βιοπορισμού που αυτοί προσφέρουν. 
Η κουλτούρα και η γλώσσα τους μεταμορφώθηκε έτσι σε έναν ιμάντα μεταφοράς ρυθμών και ήχων από τη μια άκρη της ακίνητης ηπείρου μας ως την άλλη. Όπως και η «ελλιπής» αίσθηση της ιδιοκτησίας, που θεμελιώνονταν καταρχήν για τους υπόλοιπους στην ιδιοκτησία της γης.
Από το ισπανικό φλαμένκο ως τους βαλκανικούς ρυθμούς, η ανέστια και αεικίνητη φυλή κουβάλησε μουσικές, ήχους, ρυθμούς, μια μυθολογία ελευθερίας που παρόμοιά της δεν μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε. Οι κοινότητες των πειρατών και των περιπλανώμενων εμπόρων από τον 15ο ως και τον 19ο αιώνα, παρότι προσομοιάζουν στην κινητικότητα, δεν είχαν ποτέ πολιτιστική ενότητα, ενιαία έκφραση και κώδικες. Οι οικογενειακές δομές, οι ερωτικές σχέσεις, η ρύθμιση των διαφορών υπακούν σε κώδικες αρχαίους, που προφανώς δεν συνάδουν εύκολα με τον σύγχρονο ρυθμισμένο τρόπο ζωής μας και τις κατακτήσεις του.

Στο πλαίσιο αυτό τα όρια του νόμιμου και του παράνομου φωτίζονται από μια εντελώς διαφορετική οπτική. Το γεγονός αυτό δεν άργησε να δημιουργήσει συγκρούσεις. Η παραβατικότητα των εκάστοτε κανόνων συνδυάστηκε με συγκεκριμένες συμπεριφορές, επαγγέλματα και «επαγγέλματα» που οι άνθρωποι αυτοί αναλάμβαναν. Από το εμπόριο συγκεκριμένων ειδών, των πιο φτηνών και απαξιωμένων συνήθως σε κάθε εποχή, ως τη μετακίνηση διαφόρων ανθρώπων, τυχοδιωκτών και άλλα "παραεμπόρια". Αυτό δημιούργησε συγκρούσεις με τους ντόπιους πληθυσμούς και σαφείς διαχωριστικές γραμμές (που έφτασαν σε ακραία όρια ορισμένες φορές και ιδιαίτερα την εποχή του ναζισμού).Οι ίδιες οι κοινότητες, όμως, έχοντας μια οργάνωση που λαμβάνει υπόψη τις αντιδράσεις του έξω κόσμου, επέβαλαν μια μορφή πειθαρχίας στα μέλη τους ώστε να μην ξεπερνούν τα όρια ανοχής των εκάστοτε κοινωνιών με τις οποίες συνδέονταν. Ανέπτυξαν πολύτιμες δεξιότητες προσαρμογής και επιβίωσης τόσο ως άτομα όσο και ως κοινότητα. 
Μια αντιφατική στάση κυριάρχησε απέναντί τους: από τη μια μεριά ο γύφτος ήταν ο κλέφτης, ο παραβάτης της κανονικότητας, ο άπατρις, το ασφαλές φόβητρο για τα παιδιά, και από την άλλη αντιπροσώπευε το όνειρο μιας υποβόσκουσας τάσης φυγής προς τους άλλους τόπους, τόσο γεωγραφικά όσο και μεταφυσικά. Η εικόνα του μεγάλου
γύφτου, της μάγισσας τσιγγάνας που συμπυκνώνει μιας μορφής πίστη στο πέρα από τον λόγο, του όμορφου ξυπόλυτου γυφτόπουλου και της γυφτοπούλας στοίχειωσε αναγνώσματα, λογοτεχνία, τραγούδια του Ευρωπαϊκού σύμπαντος, και ιδιαίτερα της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Η ίδια εικόνα, το ίδιο πρότυπο αναπαράγεται μεταλλαγμένο και ονειρικό παντού, προσφέροντας μια μορφή ασυλίας στην εξόφθαλμα εκτός τυπικών κανόνων συμπεριφορά των Ρομά.
Παρόμοιες διαφορές συμπεριφορών, σε κλίμακα διαφορετική βέβαια, που ρυθμίζονται από κανόνες διαφορετικούς, προτεραιότητες και αξίες άλλες, μπορεί κανείς να εντοπίσει ανάμεσα στον καλβινιστικό ευρωπαϊκό βορρά και στον υποχθόνια ειδωλολατρικό Ευρωπαϊκό νότο, που λίγο λίγο φθίνουν. Eίναι όμως αρκετές για να δημιουργούν μιαν άλλη εικόνα, ένα άλλο ιδιαίτερο στερεότυπο για τους Έλληνες, τους Ιταλούς, τους Ισπανούς, τους Πορτογάλους στον Ευρωπαϊκό βορρά και αντίστοιχα για τους Γερμανούς, Σκανδιναβούς και τους άλλους βόρειους λαούς της Ευρώπης στον Ευρωπαϊκό νότο.
Οι Ρομά ακολουθούν ένα αρχαίο πρότυπο διαδρομών και συνεύρεσης που αναδύεται σαν ένας παράλληλος χάρτης κάτω από τα θεμέλια των πόλεών μας. Συνήθιζα να τους βλέπω στους Αέρηδες στην Πλάκα να μαζεύονται και να περνούν σαν εξωπραγματικές φιγούρες και αναρωτιόμουν τι κάνουν σε αυτή την πλούσια και καθωσπρέπει περιοχή. Καιρό μετά έμαθα ότι ήταν εκεί πάντα, ήταν ένα πέρασμα και σημείο συνάντησης, που εξακολουθούσε να υπάρχει όσο κι αν άλλαξε ο τόπος, όσες φορές και να μεταμορφώθηκε. Στην πραγματικότητα, η μόνη ιδιοκτησία τους είναι αυτός ο άχρονος χάρτης που αναδύεται κάτω από τον δικό μας στατικό κόσμο. 

Πριν λίγο καιρό κάποιοι διέρρηξαν ένα μικρό ιστιοπλοϊκό που έχω αραγμένο σε ένα ιδιαίτερο σημείο κοντά στο Φαληρικό δέλτα, όπως και αρκετών άλλων, κοντά στο οποίο συγκεντρώνονται τσιγγάνοι. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Ήταν επώδυνο  μπορώ να πω, όχι μόνο γιατί δεν είμαι πλούσιος άνθρωπος και αυτό το γεγονός κόστισε, αλλά κυρίως γιατί είναι παραβίαση ενός ιδιωτικού χώρου που κανένας συνδέει με μια ιδιαίτερη αίσθηση και στιγμές της ζωής του. Σκέφτηκα - και είναι πολύ πιθανό – ότι αυτοί που το διέπραξαν ανήκουν ίσως σε αυτή την κοινότητα, ίσως είναι κάποιοι από αυτούς που βλέπω κατά καιρούς εκεί κοντά. 

Ταυτόχρονα θυμήθηκα πριν χρόνια, όταν στα δεκαεννιά μου είχα βρεθεί κοντά σε μια άλλη από τις διαδρομές τους (όπου έκτοτε βρέθηκα πολλές φορές και την είδα να μεταλλάσσεται), ανάμεσα σε καπνούς και αρώματα κάτω από το γλυκό φως της Ανδαλουσίας, σε ένα μέρος μαγικό κι επικίνδυνο, στα barrios del Albaicín και του el Sacromonte, στις σπηλιές κάτω από την Αλάμπρα, στη Γρανάδα, κι ύστερα με μια επίσης αγαπημένη κι ανέστια φίλη που τότε κατοικούσε εκεί, βρέθηκα στην αγκαλιά των σωμάτων, των ήχων και των χρωμάτων ανάμεσα στους gitanos του Cadiz. Στο πάθος και το ξέσπασμα του flamenco, τον ίδιο ερωτισμό και την ίδια παραβατικότητα που το αντίστροφό της κάνει μερικά δεκάχρονα αγόρια να τραγουδούν σα νάρχονται από κόσμο άλλο. 
Αυτή η αντίφαση πάλεψε και παλεύει εντός μου. Είναι αυτό ασύμβατο με τον σύγχρονο κόσμο; Με τις αξίες μας; Με τον Διαφωτισμό και τον ορθό λόγο; Έχει ο κόσμος αυτός κάτι να μας πει; Κάτι να μας αποκαλύψει για εμάς; Κάποια μοίρα να ιστορήσει; Κάποιες γραμμές στο χέρι μας να διακρίνει; Ένα μέλλον να φανερώσει; 
Δεν ξέρω. Δεν έχω την απάντηση. 
Ίσως όμως το δίλημμα αυτό να είναι κάπως σαν το δίλημμα του Σόιμπλε όταν αντιμετώπισε, όπως εξομολογήθηκε, την πιθανότητα να πρέπει να αποφασίσει την έξοδο της χώρας μας από το ευρώ και την Ευρώπη και, κατά κάποιον τρόπο, από τον σύγχρονο κόσμο, μιας χώρας που παραβίασε όλους τους ευρωπαϊκούς κανόνες και των στερεοτυπικά κι άδικα σε μεγάλο βαθμό "παραβατικών" Ελλήνων. Και τότε ίσως κάτι βάρυνε και βαραίνει ακόμη μέσα του. 
Ίσως για τον ορθολογικό τεύτονα να ήταν, ανάμεσα στα άλλα, κάτι παρόμοιο με αυτό που αισθάνομαι κι εγώ απέναντι στην ανέστια φυλή των Ρομά. Κάπως σαν να φωτίζει το δίλημμα αυτό τη βόρεια ψυχή του Γερμανού, όπως και τη δική μου. Αυτή η ανάγκη να διασώσουμε, έστω και ηττημένο, έστω και μεταμορφωμένο με κάποιον τρόπο, αυτό το παραβατικό όσο ανατρεπτικό κι επομένως δημιουργικό πνεύμα που περιέχουμε, από το οποίο προέκυψαν και οι τεύτονες και εμείς. 
Ίσως αυτό να είναι κατά βάθος και ένα μέρος από το εσώτερο δίλημμα  της πολύπλοκης, αντιφατικής αλλά μοναδικής και γοητευτικής ηπείρου μας.


 Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος








Monday, October 14, 2013

Η τράτα μας η κουρελού


Share/Bookmark

Τελικά οι Έλληνες δείχνουν λίγο

 αφελείς.

Έχουν ακόμη την πίστη ότι κάποιοι κάπου έχουν ένα σχέδιο. Έστω αυτό των ψεκασμών. Τρομάζουν απέναντι στην πραγματικότητα ότι οι πολιτικοί τους δεν έχουν σχεδιάσει τίποτα γιατί δεν ξέρουν να το κάνουν. Και δεν το θεωρούν καν υποχρέωσή τους. Ότι όλα πάνε μέρα με την ημέρα. Βδομάδα με την βδομάδα, το πολύ. Η τράτα μας η κουρελού.

Κι όταν το μισοκαταλαβαίνουν, αναζητούν πανικόβλητοι το σχέδιο στα επουράνια, στις γραμμές των ψεκασμών, στις βαρούφες του κάθε ομώνυμού τους.

Η πραγματικότητα όμως έχει το δικό της σχέδιο και αργά ή γρήγορα το επιβάλλει. Ακινησία δεν υπάρχει.

Η σύγχρονη πολιτική (τις τελευταίες δεκαετίες στον προηγμένο κόσμο) κινείται από τρεις συν μία μεγάλες πολιτικές οικογένειες ιδεών που καταλήγουν σε πολιτικούς φορείς. Συντηρητικούς, σοσιαλδημοκράτες, την κεντρώα προοδευτική φιλελεύθερη τάση και την οικολογική προσέγγιση. Με τον διάλογο, σύγκρουση, εναλλαγή και σύνθεσή τους εξελίσσονται οι πολιτικές στο πλαίσιο του λογικού.

Στο περιθώριο κινούνται οι συνιστώσες της οπισθοδρόμησης: κομμουνιστές, αριστεριστές και ακροδεξιοί (υπό αυστηρό έλεγχο στο βαθμό και εφόσον κάποιοι τείνουν στην εγκληματικότητα).

Όσο πιο αξιόπιστες είναι οι σύγχρονες τάσεις, τόσο μικρότερο είναι το περιθώριο. Στην Ευρώπη, ανάλογα με την παράδοση, το περιθώριο κυμαίνεται περίπου στο 20% κατά μέσο όρο αθροιστικά είτε προς τα δεξιά είτε προς τα αριστερά. Όσο λιγότερο, τόσο καλύτερα αισθάνεται η κοινωνία με τις λογικές επιλογές της. Τόσο ασφαλέστερη με τη Δημοκρατία της.

Αυτό είναι το σχήμα που αργά ή γρήγορα θα αναδυθεί (και πρέπει να αναδυθεί) ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για να παραμείνει και η δική μας χώρα σύγχρονη δημοκρατία, μέρος της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου.

Και το αντίστροφο. Εφόσον κατορθώσει η χώρα μας να παραμείνει στον σύγχρονο κόσμο, το σχήμα αυτό θα αναδειχθεί υποχρεωτικά.

Αυτό το σχήμα ασφυκτιά κάτω από τα "πολυσυλλεκτικά" κόμματα με αρχές και στόχους αχταρμάδες που ακυρώνουν τον πολιτικό διάλογο.

Όσο οι πολιτικοί φορείς του σύγχρονου κόσμου δεν συγκροτούνται για να καταλάβουν τον χώρο του λογικού με τις αντιθέσεις τους και τη σύνθεσή τους, τόσο το περιθώριο θα μεγαλώνει.

Το γεγονός ότι το σχήμα αυτό στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια απόμεινε ένας λειψός και ουσιαστικά μονοκομματικός καθρέφτης με δύο όμοιες όψεις αχταρμάδες, κι επιπλέον δίχως κινητικότητα και εισροή νέων ανθρώπων, δημιούργησε εν πολλοίς το πολιτικό πρόβλημα.

Θα εκφραστούν αυτές οι σύγχρονες τάσεις σε τέσσερις, σε τρεις ή χειρότερα σε δύο φορείς που θα περιλάβουν κάπως και τις ευαισθησίες των άλλων;

Θα λέγονται μ’ αυτά τα ονόματα ή με κάποια άλλα;

Όλα αυτά είναι ανοιχτά ερωτήματα.

Το σχήμα της σύγχρονης Δημοκρατίας είναι πάντως αυτό και μόνο.

Κανείς δεν έχει φανταστεί ή προτείνει κάποιο άλλο.

Κάθε προσπάθεια που κινείται προς αυτή την κατεύθυνση είναι μια φυσιολογική αναζήτηση αυτού του πολιτικού σχήματος από μια σύγχρονη κοινωνία που ζει ήδη αυτές τις τάσεις, τις αρχές και τα καλώς νοούμενα συμφέροντα που εκφράζουν, αλλά δεν βρίσκει διέξοδο να τις επιλέξει γιατί την απωθούν τα πρόσωπα και οι υφιστάμενοι φορείς.

Ακόμη κι όταν οι άνθρωποι δεν είναι φθαρμένοι, κι όταν ακόμη είναι σοβαροί και άξιοι, οι πολίτες βλέπουν πρόσωπα αποκομμένα από την κοινωνική τους βάση, που μοιάζουν σαν να προέρχονται από άλλον κόσμο. Από άλλον τόπο. Σαν να μη ζουν στη χώρα αυτή. Να μην παίρνουν το μετρό, να μη μετρούν τα λεφτά τους στο τέλος του μήνα για να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, να μη σπουδάζουν τα παιδιά τους στα ίδια σχολεία, να μη ζουν στις ίδιες γειτονιές με τις ίδιες αγωνίες και τις ίδιες ελπίδες.

Τα πρόσωπα κάθε χώρου δεν αντιστοιχούν στις ευαισθησίες του χώρου αυτού. Είναι φθαρμένα και γερασμένα από κάθε άποψη και όμως επιμένουν να το παλεύουν. Δεν παραδίδουν τη σκυτάλη σε νεώτερους, σε άλλους, σε καινούριους, σε νιοφερμένους. Τους λίγους που βρίσκουν τους χρησιμοποιούν σαν προκάλυμμα για να κρυφτούν από πίσω. Αρνούνται να αλλάξουν γενιά. Επιμένουν σε μια αέναη διασωληνωμένη γεροντοκρατία.

Ακόμη και στο περιθώριο, στους αριστεριστές, το πηδάλιο κρατούν μια χούφτα γερόντια, από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Αλλά αυτοί είχαν την πονηράδα να αναδείξουν ένα μειράκιο πούναι πιο γέρος απ’ τους ίδιους.

Οι πολίτες δεν αναγνωρίζουν το πρόσωπό τους με τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες τους σε αυτούς τους ανθρώπους, Αυτό είναι το πιο κρίσιμο στοιχείο. Τους βλέπουν σαν ξένους. Πιο ξένους κι απ’ τη Μέρκελ κι απ' τον Σόιμπλε κι από τον Ολάντ. Γι' αυτό αναζητούν τους εξωγήινους.

Για την ώρα μόνο ο συντηρητικός πόλος σχηματίζεται με μια σχετική σαφήνεια (μάλλον από τύχη) αλλά βαθιά γερασμένος, διεφθαρμένος, απολίτιστος κι ανίκανος να εμπνεύσει με ένα σχέδιο και μια ηγεσία για τη χώρα.

Οι άλλοι δύο ή τρεις πόλοι είναι σε διαρκή αναβρασμό. Καταγράφονται προσπάθειες, κινήσεις, νέα κόμματα. Και αυτό αφήνει το δημοκρατικό κενό, στο οποίο μεγαλώνει το περιθώριο.

Θα προλάβουν; Θα προλάβουμε; Νομίζω πως ναι. Πρέπει. Δεν έχουμε άλλη επιλογή.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος





Saturday, October 12, 2013

Η ουτοπία, η δυστοπία και η ελευθερία


Share/Bookmark

 Ο Ιβάν, ένας από τους αδελφούς Καραμαζώφ, στο αριστούργημα του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, παρουσιάζει στον μικρότερο και πιο θρησκευόμενο ανάμεσά τους δόκιμο μοναχό, τον Αλιόσα, έναν μύθο που έχει συγγράψει ο ίδιος. Την ιστορία του Μεγάλου Ιεροεξεταστή.  Στον μύθο αυτό ο Υιός του Θεού επιστρέφει στη Σεβίλλη του 16ou αιώνα, να επισκεφθεί τα παιδιά Του στον ίδιο τόπο και χρόνο που έκαιγαν εκατοντάδες  οι πυρές για τους αιρετικούς. Όπως είναι φυσικό, ο Θεάνθρωπος γίνεται αμέσως αντιληπτός από τον κόσμο που παρακολουθούσε τις ανίερες φωτιές. «Ὁ λαὸς σὰ νὰ τὸν τραβοῦσε μία ἀκατανίκητη δύναμη, ὅλοι μαζεύονται στὸ πέρασμά του καὶ τὸν ἀκολουθοῦν. Σιωπηλός, περνᾷ καταμεσὶς τοῦ πλήθους, μ᾿ ἕνα χαμόγελο ἀπέραντης συμπάθειας.» Τυφλοί βλέπουν κι ένα νεκρό κορίτσι σηκώνεται από το φέρετρό του. Ο Μεγάλος Ιεροεξεταστής τον συλλαμβάνει και τον φυλακίζει. Ο λαός συνηθισμένος στον φόβο λουφάζει. Το βράδυ ο γέρος με τα σβησμένα μάτια τον συναντά στο κελί του. Γνωρίζει Ποιος είναι. Απειλεί. Επανακάμπτει. Μιλά. Για την ελευθερία, την εξουσία, τα τρία μεγάλα ερωτήματα του Πνεύματος. Ο Θεάνθρωπος σιωπά κι ακούει.
Δεν είμαι κομμουνιστής για τον ίδιο ακριβώς λόγο για τον οποίο δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να γίνω πιστός. Δεν μου είναι δυνατόν να πιστέψω στην καθησυχαστική ιδέα της Αποκάλυψης, δεν περιέχω καθόλου την έννοια ενός έστω ιδανικού αλλά μοναδικού τέλους στο οποίο όλα κατατείνουν. Προέρχομαι από έναν  ανησυχητικό κόσμο που δημιουργείται διαρκώς από τα βήματα των ανθρώπων στο μονοπάτι του λόγου και της επιθυμίας, ανοίγοντας τον δρόμο περπατώντας.
Ο κομμουνισμός, απέναντι στην αδικία της πραγματικότητας και στην ανισορροπία και αστάθεια της καθημερινής αλήθειας στα μέσα του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, με την υποχώρηση της χριστιανικής μεταφυσικής υπό την πίεση των Φώτων, ευαγγελίστηκε έναν υπνωτικό παράδεισο αταξικής ισότητας και αδελφότητας. Έναν παράδεισο στον οποίο καταλήγει η νομοτέλεια της προφανούς ταξικής διαπάλης ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, ανάμεσα στην πλεονεξία και στη μιζέρια του ανθρώπου, που είναι όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο δρόμος προς την ουτοπία αυτή, όπως και στην αρχαία προκάτοχή της, είναι φωτισμένος από πυρές και μαρτύρια, από ελπίδες κι αποτυχίες, από πειθαρχία και στερήσεις, από επαναστάσεις, πολέμους, δεινά και αιρέσεις, από ονειροπόλους επαναστάτες και απέραντα γκούλαγκ, από καντηλάκια αγνών πιστών και από καλοζωισμένους ιερείς, από φτωχικά εικονοστάσια και μεγαλόπρεπες εκκλησιές φτιαγμένες από το υστέρημα της φτωχολογιάς, από νεκρούς, ανείπωτη βία, εγκλήματα και μάρτυρες.
 Ο δρόμος διέρχεται έναν γαλαξία καμωμένο από απροσδόκητες όσο και ακραίες αντιφάσεις. Σε κάθε στροφή καρτερεί κι ένας μεγάλος ιεροεξεταστής, μα απέναντί του φωτίζει κι ένας μικρός άγιος, σε κάθε γύρισμά του προβάλλει ένας πατερούλης του λαού και κάπου δίπλα ένας ταπεινός και προδομένος επαναστάτης, σε κάθε σταυροδρόμι ανάβει κι ένα αποτρόπαιο auto-da-fé κι απέναντι κάπου αχνοφέγγει η ψυχή ενός χριστούλη.
 Ο αντίποδας στο στέγνωμα που φέρνει η κυριαρχία στον νου των ανθρώπων της νομοτέλειας της κίνησης προς έναν ου-τόπο στο μέλλον δεν είναι ένα ξερακιανό και υστερικό «αντί». Είναι η ίδια η χαρά της ζωής φτιαγμένη από τα υλικά της ουτοπίας στο παρόν. Η κάθε υγρή ανάσα του σήμερα. Κάθε χλωρό φύλλο που βγαίνει από κάθε νέα επινόηση του ανθρώπινου νου. Κάθε φιλόδοξη ιδέα, ατομική και συλλογική, που παράγει πλούτο και γνώση με ρίσκο, προσπάθεια και σεβασμό. Κάθε ανιδιοτελής πράξη αλληλεγγύης και αγάπης. Κάθε πνοή ελευθερίας και ανατροπής, κάθε απρόβλεπτη ανακάλυψη, κάθε αδικαιολόγητο γύρισμα της τύχης, κάθε ερωτική παραφορά, κάθε δημιουργική παρεκτροπή από τη νόρμα. Η έλλογη αμφισβήτηση κάθε βεβαιότητας. Η δημιουργική φαντασία. Η ελεύθερη ερωτική διάθεση. Το απρόσκοπτο και πηγαίο γέλιο (το οποίο τόσο μισήθηκε στον μεσαίωνα).  Δηλαδή κάθε πραγμάτωση της ελευθερίας του ανθρώπου στο σήμερα.
 Η συνύπαρξή μας με την πίστη στην ουτοπία μπορεί να είναι αρμονική όσο οι Μεγάλοι Ιεροεξεταστές και οι Πατερούληδες που καρτερούν στην επόμενη στροφή δεν βρίσκουν την ευκαιρία να ανάψουν και πάλι τις πυρές τους. Μέχρι τότε παραμένουν χειμαζόμενοι, λιβανίζοντας και καραδοκώντας.
Ενόσω οι υψηλόβαθμοι ιερείς προετοιμάζουν και αναμένουν τη Μεγάλη Ανατροπή του απώτατου μέλλοντος, οι καλοπροαίρετοι πιστοί δύσκολα μπορούν να εμποδιστούν να συμμετάσχουν στις μικρές και διαρκείς ανατροπές του παρόντος. Η γεύση της ελευθερίας είναι γλυκιά και τα αποτελέσματά της γίνονται γλυκύτερα με μια πρέζα αγάπης και αλληλεγγύης.
Το αντίδοτο στον αναχρονισμό δεν είναι ένας εξ ορισμού οπισθοδρομικός "αντι-αναχρονισμός". Είναι ή ίδια η πρόοδος. Η δημιουργική επιχειρηματικότητα, η νέα γνώση, η αλληλεγγύη και η χαρά της ζωής.
 Έτσι δεν είμαι αντικομμουνιστής για τον ίδιο ακριβώς λόγο για τον οποίο δεν θα μπορούσα να είμαι αντιχριστιανός. Είναι άσκοπο και κυρίως ανώφελο να ορίζει  κανείς τον εαυτό του απέναντι στην πίστη σε μια ουτοπία.
Εξομολογούμαι μάλιστα ότι μερικές φορές έχω αισθανθεί μια παράδοξη μεταφυσική χαρά να με σπρώχνει να ανάψω ένα κεράκι σε απόμακρα ξωκλήσια στις Κυκλάδες, σε ξεχασμένους άγιους προστάτες. Και κάποιες εξαιρετικά σπάνιες στιγμές, λίγο με το μεθυστικό φως των νησιών, κάτι με τα λιβάνια και τα θυμιατά, κάτι με τη γλυκιά κούραση και το αλάτι της θάλασσας, μούρχονται στον νου σαν να 'χουν φανερωθεί στο τρεμόπαιγμα της φλόγας του κεριού, σχήματα - μορφές ιερές να γνέφουν τραγουδώντας σαν τις μακρινές και σαγηνευτικές Σειρήνες.  Συνέρχομαι όμως γρήγορα στους ήχους των πανηγυριών και «στην αγκαλιά των κοριτσιών», κατά τον Νίκο Γκάτσο.
Την αποστέωση της μάταιης αναμονής του ιδανικού και δίκαιου τέλους δεν την αντιπαρέρχεται κανείς με μια εξίσου μάταιη άρνηση, αλλά με ένα σήμερα "καμωμένο από τα υλικά των ονείρων μας", αυτά που κάθε φορά με κόπο, προσπάθεια αλλά και απελευθερωτική χαρά ανασκάπτουμε εντός μας, όπως σοφά το αντιλήφθηκε ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ.
Ο φασισμός (και οι εθνικιστικές του μεταλλάξεις) δεν περιέχει καμία ουτοπία. Δεν διαθέτει ούτε διεκδικεί το άλλοθι κάποιου παραδείσιου τέλους.
Προσφέρει εξαρχής και στο παρόν την απόλυτη δυστοπία της φυσικής διάκρισης των ανθρώπων, όχι με βάση την επίκτητη και φευγαλέα κοινωνική κατάσταση (την οποία έχουν την ελπίδα να αλλάξουν προδίδοντας την τάξη τους, διαλέγοντας την άλλη μεριά) ούτε με βάση την πίστη τους (από την οποία μπορούν να σωθούν βαπτιζόμενοι στη χριστιανική), αλλά με βάση το αναπόδραστο: το γένος, τη ράτσα και τη φύση τους. Δεν τους αναγνωρίζει την πολυτέλεια να περιέχουν το Καλό και το Κακό να αντιπαλεύουν αδιάκοπα μέσα τους. Ούτε την ελευθερία αυτή που, κατά τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή, τούς χάρισε ο Ιησούς και τους άρπαξαν κατά καιρούς οι λογής εκκλησίες: την ελεύθερη επιλογή να Τον ακολουθήσουν. Ο φασισμός δεν αναγνωρίζει καμία επιλογή σ’ όσους ο ίδιος εκπίπτει σε υπανθρώπους. Καμία ελευθερία σ’ όσους ορίζει ως αδυνάτους.
 Ο φασισμός είναι η κόλαση στο παρόν χωρίς καμία διέξοδο προς το μέλλον. Ο μόνος Θεός που λατρεύει είναι ο φόβος. Και το μόνο αίσθημα που καλλιεργεί είναι το μίσος. Για όσους δεν ανήκουν στους εκλεκτούς δεν υπάρχει καμία ελπίδα, καμμία διέξοδος. Δεν υπάρχει κανένα τέλος εκτός από το άμεσο και προδιαγεγραμμένο δικό τους. Το τέλος των απελπισμένων που τους αρνούνται την ανθρώπινη υπόσταση.  
 Η αδυναμία του ναζισμού είναι πως είναι καταδικασμένος να ανακαλύπτει διαρκώς νέους απόβλητους για να επιβιώνει. Πως πρέπει να γίνεται όλο και πιο ακραίος. Όταν εξολοθρευτούν οι πρώτοι, πρέπει να αντικατασταθούν από κάποιους που δεν είναι απόβλητοι σήμερα και νομίζουν πως ανήκουν στους εκλεκτούς. Χωρίς τους υπανθρώπους που οφείλει να εξοντώνει, δίχως τα άλλα έθνη, τις άλλες ράτσες, τους «διαφορετικούς» ανθρώπους γύρω μας, ο φασισμός χάνει το νόημά του, απεκδύεται τον λόγο ύπαρξής του. Η αντίφασή του είναι εσώτερη, είναι αυτή ενός θανατηφόρου ιού. Δεν μπορεί να υπάρχουν  Εκλεκτοί χωρίς να αφανίζουν αποβλήτους.
Έτσι το σύνολο διαρκώς λιγοστεύει. Οι Εκλεκτοί μένουν όλο και πιο λίγοι. Γίνονται όλο και πιο επιθετικοί όσο ο φόβος τούς κυριεύει, καθώς αντιλαμβάνονται πως και το δικό τους τέλος πλησιάζει. Ο αγών τους είναι άγονος και αυτοκαταστροφικός. Είναι αγών άπελπις.
Και η δυστοπία σβήνει στο τέλος σαν τη μεσαιωνική πανούκλα, αφού πήρε μαζί της τα τρία τέταρτα του πληθυσμού της Ευρώπης.
Μετά έρχονται άλλοι άνθρωποι πιο ρωμαλέοι, από τόπους μακρινούς, άθικτοι κι ανέγγιχτοι από το κακό, να κατακτήσουν και να ζευγαρώσουν με τους λίγους παρακμασμένους επιζώντες, να πληθύνουν και πάλι και να γεμίσουν τον τόπο.
Ο ναζισμός δεν είναι μερικοί αφελείς χαζοφουσκωτοί. Είναι μια κόλαση πρόσκαιρη και πολύμορφη αλλά αληθινά ακραία που μεγαλώνει εντός μας. Ενυπάρχει στο περιθώριο της ανοιχτής κοινωνίας και, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, φουντώνει πρώτα σε ξενιστές κακόψυχους και άβουλους, σε τόπους που κυριαρχεί ο φθόνος για την κατσίκα του γείτονα.  Είναι μια κόλαση που θεριεύει στην ψυχή των ανθρώπων και θερίζει το καλό μέσα τους με το δρεπάνι του μίσους και του φόβου. Μια κόλαση που στο πέρασμά της δεν αφήνει τίποτα όρθιο από την ελευθερία, τη χαρά της ζωής και τα δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος.
 Στο τέλος της ιστορίας του Μεγάλου Ιεροεξεταστή ο Αλιόσα, ο δόκιμος μοναχός, απευθύνεται στον μεγαλύτερο αδελφό του.  
«...Δὲν πιστεύεις στὸ Θεὸ, πρόσθεσε μὲ μία βαθιὰ θλίψη. Τοῦ φάνηκε μάλιστα πὼς ὁ ἀδερφός του τὸν κοίταζε κοροϊδευτικά, καὶ πρόσθεσε: Πῶς τελειώνει ὅμως τὸ ποίημά σου; Ἢ μήπως αὐτὸ εἶν᾿ ὅλο; Ὁ Ἀλιόσα λέγοντας τούτη τὴν τελευταία φράση κράτησε χαμηλωμένα τὰ μάτια του.
- Ὄχι, νά, πῶς θἄθελα νὰ τὸ τελειώσω: ὁ ἱεροεξεταστὴς σωπαίνει, περιμένει μία στιγμὴ τὴν ἀπάντηση τοῦ Κρατούμενου. Ἡ σιωπή του, τὸν βαραίνει. Ὁ Κρατούμενος τὸν ἄκουγε ὅλη τὴν ὥρα ἔχοντας καρφωμένη πάνω του τὴ διαπεραστικὴ κι ἤρεμη ματιά του, φανερὰ ἀποφασισμένος νὰ μὴν τοῦ ἀπαντήσει. Ὁ γέρος θἄθελε νὰ τοῦ πεῖ κάτι, ἔστω κι ἂν ἦταν λόγια πικρὰ καὶ σκληρά. Ξαφνικὰ ὁ Κρατούμενος πλησιάζει ἤρεμα καὶ σιωπηλὸς τὸ γέρο καὶ τοῦ φιλᾷ τ᾿ ἄχρωμα χείλια του. Αὐτὴ ἦταν ὅλη κι ὅλη ἡ ἀπάντησή του. Ὁ γέρος τινάζεται, τὰ χείλια του τρέμουν· πάει στὴν πόρτα, τὴν ἀνοίγει καὶ τοῦ λέει: «Φύγε καὶ νὰ μὴν ξαναγυρίσεις πιά... ποτὲ πιά!» Καὶ τὸν ἀφήνει νὰ φύγει μέσα στὰ σκοτάδια τῆς πόλης. Ὁ Κρατούμενος φεύγει.»
Ὁ Ἱεροεξεταστὴς θορυβήθηκε, ὡστόσο ὁ Ἰβὰν σχολιάζει: «Ἐκεῖνο τὸ φιλὶ τοῦ καίει τὴν καρδιά, μὰ ὁ γέρος δὲν ἀλλάζει τὴ γνώμη του».
 Ο φασισμός, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός δεν προέρχονται από τον κόσμο των πιστών απ’ όπου προέρχεται ο κομμουνισμός με τη δική του μεταφυσική, τις δικές του "γραφές", τους δικούς του αγίους και τις δικές του αγριότητες. Προέρχεται από τη μήτρα του κόσμου του λόγου όταν χάσει την πυξίδα του και διαβεί τα όρια της ύβρεως, όταν σπάσουν τα φρένα του μέτρου.
Προέρχονται από την ίδια σκοτεινή δύναμη που σπρώχνει τους Αθηναίους να σφαγιάσουν τους Μηλίους, καταπώς μαρτυρεί  ο Θουκυδίδης, διαπράττοντας την ύβρη που θα καταπιεί λίγο αργότερα και τους ίδιους, την ίδια παραφροσύνη που απελευθερώνει τους τυχοδιώκτες Ισπανούς που διαπράττουν τη μεγαλύτερη γενοκτονία στην ανθρώπινη ιστορία (μέχρι τις φρίκες του 20ου αιώνα) εξοντώνοντας δεκάδες εκατομμύρια Ινδιάνους υποβαθμίζοντάς τους σε αναλώσιμα αντικείμενα, την ίδια αυτή μέθη πρόσκαιρης ισχύος που συνεπαίρνει τους μισθοφόρους του Βέλγου βασιλιά Λεοπόλδου, στο Κονγκό και στον Αμαζόνιο, την ίδια συστηματοποιημένη μανία της απόλυτης φρίκης που στη σύγχρονη εποχή παίρνει μορφή βιομηχανικής οργάνωσης της εξόντωσης, αυτή του  απόλυτου κακού, στο Άουσβιτς, στο Μπούχενβαλντ, στην αποτρόπαια Unit 731, συνεπαίρνοντας μαζικά δύο από τα πιο πολιτισμένα και έλλογα έθνη στην ιστορία της ανθρωπότητας, τους Γερμανούς και τους Ιάπωνες. Την ίδια σκοτεινή δύναμη που μας κάνει να αναζητάμε δίπλα μας, στο σχολείο, στην παρέα, στη δουλειά, στον δρόμο, έναν εκ φύσεως "άλλον", έναν "διαφορετικό", κάποιον που "ποτέ δεν μπορεί να γίνει σαν εμάς". Για να επιβεβαιώσουμε τη δική μας ανωτερότητα, για να ξορκίσουμε με το μίσος και την επιθετικότητα τις δικές μας ανεπάρκειες, τους δικούς μας φόβους.

Έτσι το λοιπόν κι εγώ, φίλος της ανθρώπινης ελευθερίας, παρότι δεν θάλεγα πως είμαι πιστός και ίσως γι' αυτό ακριβώς, δεν αισθάνομαι σε καμία περίπτωση ούτε αντιχριστιανός ούτε αντικομμουνιστής. Είμαι όμως βαθιά και απόλυτα αντιφασίστας. Και ακόμη περισσότερο όταν ο φασισμός κλέβει το όνομα και μασκαρεύεται είτε σε χριστιανισμό είτε σε κομμουνισμό, είτε σε μια χίμαιρα των δυο πριν δείξει το αληθινό του πρόσωπο, όπως συμβαίνει σε κάποιες εποχές και κάποιες χώρες.  

Γιώργος Γιαννούλης-Γιαννουλόπουλος


εικόνα: Leonardo Da Vinci: The Vitruvian Man

Friday, October 11, 2013

Ο ορισμός της βίας και η Ιλιάδα


Share/Bookmark

"Γενναίε γιε του Τυδέα, τι τη ρωτάς τη γενιά μου; Όπως είναι των φύλλων η γενιά, έτσι είναι και των ανθρώπων. Τα φύλλα, άλλα τα ρίχνει ο άνεμος χάμω στη γη κι άλλα βγάζει το ολόχλωρο δάσος, σαν έρθει η εποχή της άνοιξης, Έτσι και των ανθρώπων η γενιά, η μια φυτρώνει και η άλλη τελειώνει". Ιλιάδα Ζ 146-149

Στην Ιλιάδα οι πολεμιστές πολεμούν και σκοτώνονται με αυτούς που θεωρούν αντάξιους ή ανώτερούς τους σε ένα επανερχόμενο μοτίβο.

Αίας και Έκτωρ
Διομήδης και Αινείας (και Θεά Αφροδίτη)
Πάρις και Μενέλαος
Έκτορας και Αχιλλέας
Αχιλλέας και Αινείας (και Ποσειδώνας)
Αχιλλέας (και Ήφαιστος) έναντι του Θεού Σκαμάνδρου....

Και μια μοναδική παραλίγο μάχη, που αναιρείται σε βαθιά όσο και άνιση φιλία, Γλαύκος και Διομήδης.

Το έπος είναι γεμάτο από δεκάδες παρόμοια ζευγάρια, αξεχώριστα για πάντα.

Ο Όμηρος διαπιστώνει, ανατρέποντας την οπτική του κόσμου και ταυτόχρονα την ιστορία, ότι οι άνθρωποι διακρίνονται, κερδίζουν δόξα και γνώση με τρόπο επώδυνο και λυτρωτικό όταν νικούν τον χειρότερο φόβο τους και αντιμετωπίζουν, συναναστρέφονται, πολεμούν άλλους που είναι κατάτι καλύτεροι από τους ίδιους.

Όταν δεν φοβούνται να «αντικριστούν» με κάποιον καλύτερο από τον εαυτό τους.

Όταν δεν υποκύπτουν στην ευκολία να πολεμούν τον χειρότερο, να πείθουν και να νικούν τη δευτεράντζα, να επιβάλλονται σε γενιές χαμηλότερης αξίας. Όταν πολεμούν ακόμη και με θεούς, στο όριο της ανοχής της μοίρας.

Έτσι μαζί με τους ήρωες εξυψώνονται και οι λοιποί, οι μικροί μαχητές και οι ακροατές του έπους.

Τελικά, η μόνη πραγματική βία, μια βία που ο Όμηρος θεωρεί αδιανόητη, είναι όταν το κατώτερο νικά το ανώτερο δίχως να βελτιωθεί το ίδιο. Χωρίς να κερδίσει επάξια τη δόξα και την αρετή του καλύτερου. 

Η ρίζα της αισιοδοξίας του δυτικού κόσμου, η ιδιόμορφη ιδιοσυγκρασία της πεποίθησης του θνητού ανθρώπου στο μέλλον που δεν θα περιέχει τον ίδιο αλλά την ανάμνηση του έργου του (της δόξας του), η αγωνία για πρόοδο ατομική και συλλογική, βρίσκεται σε αυτή την αρχαία θεμελιώδη αναστροφή.

Εντοπίζεται στην ήττα του φόβου να «αντικριστούμε», να ζευγαρώσουμε για πάντα με τον καλύτερο, που είναι ταυτόχρονα ήττα της βίας που ορίζεται άπαξ ως "κυριαρχία του κατώτερου στο ανώτερο".

Αυτής της μοιραίας διαδικασίας που όταν επικρατεί, χρόνο με τον χρόνο, μέρα με την ημέρα, μικραίνει και λιγοστεύει τους ανθρώπους, μικραίνει και λιγοστεύει τα έθνη.

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος

Saturday, October 5, 2013

Με την παιδεία παίζει. Ως πότε;


Share/Bookmark
Χαμηλά στην παγκόσμια κατάταξη τα Ελληνικά Πανεπιστήμια κι ας έχουμε αποδεδειγμένα υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό. Κι ας μας κοστίζει ο σπουδαστής των ΤΕΙ διπλάσια απ’ ό,τι ο φοιτητής του Χάρβαρντ.
Γι' αυτή την κατάσταση έχουν αναλάβει «δράση» όλοι:
- Οι πρυτάνεις, που τα κλείδωσαν, ψαρεύοντας ψήφους από τους διοικητικούς.
- Το διοικητικό προσωπικό (πάνω από 10.000 άτομα!), που δεν θέλει να καταλάβει ότι τα σοβαρά πανεπιστήμια σ’ όλον τον κόσμο λειτουργούν με το ¼ περίπου των διοικητικών σε αναλογία ανά φοιτητή, για τις υπηρεσίες που τα Ελληνικά παρέχουν.
- Η κυβέρνηση, που θέτει κριτήρια παραμονής και απομάκρυνσης, παντελώς άσχετα με τις ανάγκες των πανεπιστημίων.
- Και οι φοιτητές / συνδικαλιστές, που αποφασίζουν ποιος μπαίνει και ποιος όχι στους πανεπιστημιακούς χώρους με face control! Είσαι «συναγωνιστής», μπορείς να περάσεις. Δεν είσαι και έρχεσαι για να κάνεις τη δουλειά σου; Έξω!
Πώς φτάσαμε οι διοικητικοί να είναι τέσσερις φορές περισσότεροι από όσους μας χρειάζονται; Νόμος Παυλόπουλου: μονιμοποιήσεις από το παράθυρο όσων εργάζονταν με σύμβαση. Αρκετοί από αυτούς δεν εργάζονταν καν αλλά «διευκόλυναν» με το μπλοκάκι τους καθηγητές που υπερέβαιναν το πλαφόν πρόσθετων αμοιβών και χρειάζονταν… πλυντήριο. Να τα λέμε όλα, ε;
Και τα Συμβούλια Διοίκησης; Παρακολουθούν αποσβολωμένα τη διάλυση χωρίς να μπορούν ουσιαστικά να παρέμβουν. Οι προηγούμενες κινητοποιήσεις των Πρυτάνεων «στρογγύλεψαν» τον νόμο και «έδεσαν τα χέρια» των Συμβουλίων.
Στο μεταξύ, η πρόσβαση σε επιστημονικές εργασίες έχει παγώσει από την αρχή του έτους, λόγω ανεξόφλητων οφειλών και η έρευνα προχωράει… στα τυφλά. Μια ακόμα γροθιά στην οικονομία της καινοτομίας, που θα μπορούσε να μας βγάλει από την κρίση, αν την αφήναμε να κάνει τη δουλειά της. Και η θέση της χώρας συνεχίζει την ελεύθερη πτώση της στον διεθνή ανταγωνισμό, όπως φαίνεται κι από το διάγραμμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πιο κάτω, που εξηγεί την κατάντια μας με τον πιο εμφατικό τρόπο. Μακράν οι τελευταίοι. Μας ξεπερνούν μέχρι και τα Σκόπια!

Οι νέοι φοιτητές ακόμα ψάχνουν να βρουν πώς θα εγγραφούν. Εξεταστικές χάνονται (;), γονείς υποχρεώνονται σε δυσβάστακτα σε τέτοιες εποχές έξοδα, για να μη χάσουν την πρυτανική καρέκλα ο Πελεγρίνης και ο Μυλόπουλος.
Το ρεζίλεμα ξεπέρασε τα σύνορα. Ξένα Πανεπιστήμια βγάζουν μεταβατικές διατάξεις ειδικά για Έλληνες φοιτητές που δεν μπορούν να πάρουν βεβαιώσεις για να ξεκινήσουν τα Μεταπτυχιακά τους. Κατάντια!
Θα μπορούσε να γίνει αλλιώς;
Φυσικά! Αναβάθμιση των Συμβουλίων Διοίκησης (οι ηλεκτρονικές εκλογές των οποίων απέδειξαν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μη συνδικαλιζόμενων μελών ΔΕΠ τα επιθυμεί), τα οποία θα καταστρώσουν νέα οργανογράμματα για όλα τα Πανεπιστήμια της χώρας και θα προκηρύξουν όλες τις θέσεις από το μηδέν. Θα εξετάσουν τόσο το υπάρχον προσωπικό όσο και όποιον άλλο ενδιαφερόμενο και θα προσλάβουν τους πιο κατάλληλους και άξιους. Προφανώς κάποιοι θα περισσεύουν. Προφανώς κάποιοι θα πρέπει να αλλάξουν πόστο. Προφανώς κάποιοι νέοι υπάλληλοι με περισσότερα προσόντα θα πάρουν τη θέση ήδη εργαζομένων με λιγότερα προσόντα. Όμως το πανεπιστήμιο θα γίνει πιο λειτουργικό και αποδοτικό.
Τι; Δεν γίνονται αυτά στο Δημόσιο; Ακριβώς γι' αυτό έφτασε η ανώτατη Παιδεία σ’ αυτό το χάλι, γιατί λειτουργεί ως προέκταση του κράτους. Δημόσιο Πανεπιστήμιο σημαίνει δημόσιες επενδύσεις για έρευνα και εκπαίδευση προς όφελος της κοινωνίας και της οικονομίας, κι όχι μιας μικρής κάστας ανθρώπων που έτυχε να βρουν κολλητό στο κατάλληλο πόστο την κατάλληλη στιγμή.
ΑΜΕΣΑ να ανοίξουν λοιπόν τα Πανεπιστήμια, αλλά ταυτόχρονα το Υπουργείο να σταματήσει τα οριζόντια μέτρα, εξισώνοντας δίκαιους και άδικους. Αν θέλει να ελέγξει κάτι, να ελέγξει τη διαδικασία μιας αντικειμενικής αξιολόγησης από τη μεριά των Πανεπιστημίων. Και οπωσδήποτε να καταργήσει όλες ανεξαιρέτως τις ρυθμίσεις που ενθαρρύνουν την κομματικοποίηση μέσα στο Πανεπιστήμιο.
Υπάρχει πολιτική βούληση για πραγματική εξυγίανση;


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος


ΥΓ. 
Για να είμαστε σαφείς και να μην ξεχνούμε.
Οι κρίσιμες εξουσίες των νέων Συμβουλίων Διοίκησης των ΑΕΙ (έστω και περιορισμένες από τον αρχικό συμβιβασμό) που προβλέπονταν στον νόμο Παπάζογλου / Διαμαντοπούλου τον οποίο υπερψήφισε η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ
και υπερασπίστηκαν λίγοι γενναίοι πανεπιστημιακοί, ακόμη και αντιμετωπίζοντας απειλές εναντίον τους (όπως χαρακτηριστικά η Βάσω Κιντή),

αποδυναμώθηκαν από έναν πρώην Πρύτανη (προκάτοχο του κ. Πελεγρίνη) και για λίγο (ευτυχώς) υπουργό Παιδείας, τον κ. Μπαμπινιώτη, καθώς και έναν άλλο πρώην πρύτανη - υφυπουργό, τον κ. Παπαθεοδώρου, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου (ΔΗΜΑΡ).
Οι ίδιοι που ενέκριναν την παράταση της θητείας των προηγούμενων Πρυτάνεων.
Ο κ. Μπαμπινιώτης πέρασε κι έφυγε, σαν να τοποθετήθηκε μόνο γι' αυτό.
Ενώ συνεχίζεται η παρεκλυστική προσπάθεια για να μην αλλάξει τίποτα στα ελληνικά ΑΕΙ με τις τακτικές του σημερινού Υπουργού Παιδείας κ. Αρβανιτόπουλου (ΝΔ) και των συμβούλων του.
Το ονοματεπώνυμο δίπλα στις πράξεις και τις παραλείψεις βοηθάει πάντα σε πολλά.
Η προσωποποίηση των ευθυνών μάς συμφέρει.


ΥΓ. 2 
Να σημειώσουμε ότι η κύρια πράξη με την οποία οι κκ. Μπαμπινιώτης και Παπαθεοδώρου
αποδυνάμωσαν τον νόμο ήταν η κατάργηση της σύνδεσης της χρηματοδότησης των 
Πανεπιστημίων με την εφαρμογή του νόμου και άλλες μικρές και περίεργες διατάξεις. Το
άρθρο ακολούθως είναι κατατοπιστικότατο:

Ποιοι φοβούνται τα Συμβούλια των ΑΕΙ 


Γ.Γ.Γ.







Tuesday, October 1, 2013

Το σωτήριο και φάλτσο αυτό κοντσέρτο μας


Share/Bookmark

Όσοι ανάμεσά μας καταλαβαίνουν την κατάσταση, έχουν την αίσθηση του κατεπείγοντος.

Η κυβέρνηση Σαμαρά και το κεντρικό κομματικό μας σύστημα οδηγεί τη χώρα σε έναν δρόμο τραγικό από έλλειψη οράματος, ανικανότητα και τυχοδιωκτισμό. Ζει από τη δημιουργία μιας ψευδαίσθησης που έρχεται σε οφθαλμοφανή σύγκρουση με αυτό που βιώνουν οι καθημερινοί άνθρωποι. Ως κυβέρνηση προσπαθεί με κάθε μέσο να αποφύγει να κάνει αυτό που η αντιπολίτευσή της δηλώνει εξαρχής ότι δεν θα κάνει: Αλλαγές.

Διεκπεραιώνει εντολές απλής αριθμητικής και σ' αυτό ακόμη δεν τα καταφέρνει καλά.

Οι δημόσιες υπηρεσίες λιγοστεύουν και χειροτερεύουν, οι αμοιβές μειώνονται ενώ οι τιμές δεν πέφτουν αντίστοιχα.

Το βραχυχρόνιο και μαγειρεμένο πρωτογενές πλεόνασμα είναι μια προφανής πρωτογενής φούσκα.

Κάθε μέρα κάτι λιγοστεύει στη διοίκηση, κάτι γίνεται λίγο χειρότερο, λίγο πιο ασταθές.

Οι εγχώριες τράπεζες δεν έχουν ακόμη ρευστότητα και δεν θα αποκτήσουν ποτέ εάν δεν ενταχθούν στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα με κάθε τρόπο.

Στα υπουργεία μετράνε και ξαναμετράνε ατελέσφορα, με μόνη πυξίδα πώς θα πιάσουν τα νούμερα της επόμενης δόσης, όχι πώς θα φτιάξουν μια παραγωγική βάση στην οικονομία για να βγουν τα νούμερα όλων των δόσεων αξιοπρέπειας και ονείρου των κατοίκων του τόπου. Αυτά που απαιτούνται για να συνεχίσει να υπάρχει η χώρα.

Και, φυσικά, τα νούμερα δεν βγαίνουν ποτέ.

Και στο βάθος, η ανερχόμενη ανεργία των νέων και όχι μόνο, που δημιουργεί συνθήκες εξαθλίωσης και κοινωνικής αποδόμησης, μετατρέπεται σταδιακά σε πηγή εξτρεμισμού.

Προσπαθούν να μας κάνουν να χαιρόμαστε που η ετήσια μείωση του ΑΕΠ είναι μόνο τόση δα και όχι ακόμη μεγαλύτερη. Ενώ η Πορτογαλία και η Ιρλανδία δείχνουν να σταθεροποιούνται και σταδιακά να αναλαμβάνουν.

Προσπαθούν να μας κάνουν να αποδεχτούμε ότι μοναδική ελπίδα σωτηρίας, μόνο μέσο εξισορρόπησης, είναι η διαρκής υποβάθμιση της αμοιβής του ανθρώπινου πόρου, και μάλιστα με τρόπο αντιπαραγωγικό, στρεβλό και ανήθικο, μειώνοντας το ποσοστό του συνολικού πλούτου που αντιστοιχεί στην παραγωγική δραστηριότητα σε σχέση με τη μη παραγωγική. Και εντός του δημοσίου και εντός του ιδιωτικού τομέα και μεταξύ τους.

Λες κι η διαρκής μείωση του ΑΕΠ είναι μια νομοτέλεια σε μια χώρα με αργό δυναμικό παραγωγικών πόρων: εκπαιδευμένους ανθρώπους (Έλληνες και μετανάστες) και παραγωγικούς συντελεστές ανεκμετάλλευτους. Με βασικές υποδομές μισοάδειες και υποχρησιμοποιoύμενες, ανθρωποδίκτυα, γνώση, τεχνική, δεξιότητες, φυσικούς και ανθρώπινους πόρους ανεκμετάλλευτους.

Πόρους πολύτιμους, τους οποίους απαξιώνουμε μόνοι μας, με πρώτους την ομορφιά, τη γεωγραφική θέση και τη γλύκα του τόπου. Τη διεθνή του αναγνωρισιμότητα καθώς και τις ικανότητες των ανθρώπων του που θέλουν να δουλέψουν.

Τελικά είμαστε μια περίπτωση μοναδική. Ακραία. Όπως και η πολιτική μας.

Καθένας που αντιλαμβάνεται κάπως την κατάσταση, τον κίνδυνο της περιρρέουσας ευφορίας που θα συγκρουστεί νομοτελειακά κάποια στιγμή (μάλλον σύντομα παρά αργά) με μια πραγματικότητα που κινείται αντίθετα,

όποιος κατανοεί ότι χωρίς ρεαλιστικό σχέδιο (χωρίς να ξέρουμε από τι θα θέλαμε να ζούμε σε δέκα χρόνια από σήμερα) θα φτωχαίνουμε διαρκώς, θα λιγοστεύουμε συνέχεια,

όποιος καταλαβαίνει ότι αυτός ο δρόμος είναι ο δρόμος των δεινών, είτε με Σαμαρά, είτε με Τσίπρα, είτε και με τους δυο μαζί,

όποιος έχει κάπως τη συναίσθηση του κατεπείγοντος και έχει και μια στάλα ευαισθησία για τον τόπο και τις δικές του ευθύνες και λίγη αγωνία για το μέλλον του και των ανθρώπων που αγαπά,

χτυπά ένας τα σήμαντρα κι άλλος τις καμπάνες, άλλος τα ξυπνητήρια κι άλλος τις κατσαρόλες και τα ταμπούρλα, με όποιον τρόπο μπορεί και κατέχει,

άλλος πιο δυνατά, άλλος λιγότερο, άλλος με ρυθμό κι άλλος λίγο φάλτσα, άλλος με αγανάκτηση κι άλλος με καημό, άλλος από διαίσθηση κι άλλος από πλήρη κατανόηση, άλλος με ρυθμούς λαϊκούς κι άλλος με έντεχνους.


Καθένας από κάποιους ακούγεται. Σε κάποιους μιλά. Αν και εφόσον αναγνωρίσουμε το κοινό ελαφρυντικό της καλής πρόθεσης και της κατανόησης του κατεπείγοντος, κανείς δεν περισσεύει στο αναγκαστικά επιφανειακά ανόμοιο αλλά βαθιά συνεκτικό και σωτήριο αυτό κονσέρτο.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος