Thursday, February 21, 2013

Η αναπτυξιακή διάσταση και η κοινωνική ευθύνη του δικαιώματος της απεργίας


Share/Bookmark
Contre-Courant - Αντίθετα στο ρεύμα

Μια σειρά από αιρετικές απόψεις που επιχειρούν να θέσουν ερωτήματα σε σχέση με την  κρυμμένη πραγματικότητα, την ανεστραμμένη αλήθεια, τη διαστροφή των νοημάτων των λέξεων και της λογικής, η οποία είναι και η πηγή των δεινών μας. Για τον συνδικαλισμό, τους φόρους, τη φοροδιαφυγή και την ανεπίσημη οικονομία, την ανεργία, την ενδοοικογενειακή ζητιανιά, τον κατώτατο μισθό, την κρυμμένη εξουσία των γερόντων, τις δημόσιες επενδύσεις, τις απεργίες. Για να επιχειρήσουμε να δούμε τη σκιά του παραλόγου, τον Χάμπτυ Ντάμπτυ. Εκείνο το στρογγυλό πλάσμα που λέει στην Αλίκη που τριγυρνάει, με την παιδική της ελαφρότητα και διαύγεια, στη Χώρα των Θαυμάτων: «οι λέξεις σημαίνουν αυτό που εγώ θέλω να σημαίνουν», καθιστώντας δια μιας αδύνατο οποιονδήποτε διάλογο, οποιαδήποτε λογική αντιπαράθεση, την ανακάλυψη οποιασδήποτε αλήθειας.

-       Το δικαίωμα της απεργίας, οι κυκλικές κρίσεις και οι μεγάλοι πόλεμοι

Η απεργιακή δράση έχει μακρά ιστορία. Η πρώτη γνωστή απεργία συνέβη προς το τέλος της 20ης δυναστείας στην Αίγυπτο, το 1152 πΧ, επί του Ραμσή III, όπως μεταφέρθηκε σε εμάς λεπτομερώς σε πάπυρο που διατηρείται στο σημερινό Τουρίνο. Τεχνίτες της βασιλικής νεκρόπολης εξεγέρθηκαν και αρνήθηκαν να εργαστούν. Η απεργία τρόμαξε τόσο τις αρχές της Αιγύπτου, καθώς αυτή ήταν μια πρωτοφανής κατάσταση, που ενέδωσαν και υποχώρησαν παρέχοντας αυξήσεις των μισθών.
Ακολούθησαν στον 18ο αιώνα οι εξεγέρσεις των ναυτεργατών στην Αγγλία, και σταδιακά οι εξεγέρσεις και απεργίες των εργατών στην εποχή της βιομηχανικής Επανάστασης μέχρι και την κρίση του 1929 στον βιομηχανικό κόσμο.
Κατά την εποχή της βιομηχανικής Επανάστασης δημιουργήθηκαν μεγάλες και μικρές παραγωγικές μονάδες, πολλαπλασιάζοντας την παραγωγικότητα της οικονομίας. Η αυξημένη παραγωγή οδηγούσε σταδιακά σε αύξηση των κερδών και συνεπώς στη συσσώρευση κεφαλαίου, σε νέα επένδυση, σε νέα αύξηση της παραγωγής κ.ο.κ.
Σε κάθε μονάδα ξεχωριστά οι εργοδότες, μη έχοντας να αντιμετωπίσουν κανένα νόμιμο πλαίσιο που να ισορροπεί τη διανομή εξουσίας μεταξύ αυτών και των εργαζομένων, έτειναν να ελαχιστοποιούν τις αμοιβές και να επιβάλλουν απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν το κέρδος. Αυτό οδηγούσε σε υπερ-συσσώρευση κεφαλαίου και έλλειψη κατανάλωσης, που εκδηλωνόταν ταυτόχρονα σχεδόν σε μεγάλα τμήματα του τότε ανεπτυγμένου κόσμου.
Προκαλούσε έτσι κυκλικά επανερχόμενες θεμελιώδεις ανισορροπίες, οι οποίες κατέληγαν συστηματικά στο κλείσιμο των παραγωγικών μονάδων από την έλλειψη αυτού που ο Κέυνς αποκάλεσε αργότερα ενεργό ζήτηση. Δηλαδή, την απουσία αγοραστών που έχουν και την ανάγκη και τα χρήματα να καταναλώσουν τα διαθέσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, τα οποία έτσι έμεναν στα ράφια ή στις αποθήκες. Αυτό οδηγούσε σε κλείσιμο των παραγωγικών μονάδων, σε υψηλή ανεργία, η οποία με τη σειρά της έφερνε κοινωνική εξαθλίωση και ακόμη λιγότερους αγοραστές. Τέλος, το περίσσευμα προϊόντος και πλούτου καταστρεφόταν μετατρεπόμενο σε αναλώσιμο υλικό (κτήρια, υποδομές, αλλά και όπλα) για πολέμους που κατέστρεφαν το συσσωρευμένο κεφάλαιο, δηλαδή την ανθρώπινη εργασία γενεών, σε γενικευμένα ολοκαυτώματα ανθρώπινης σάρκας και μετάλλου.
Οι πόλεμοι αυτοί δεν ήταν δύσκολο να ξεσπάσουν, καθώς η ανέχεια και ο φόβος που τροφοδοτούνταν από την αστάθεια οδηγούσαν τους ανθρώπους σε ακραίες θέσεις και παράλογους εθνικισμούς, που έβρισκαν εύκολα την πολιτική τους έκφραση.
Όλα αυτά είναι καλά γνωστό ότι οδήγησαν στην κρίση του '29 και στον Μεγάλο Πόλεμο.
Σταδιακά, μετά από την κρίση και τον πόλεμο,  το δικαίωμα στην απεργία ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των ανεπτυγμένων χωρών, προκειμένου να ισορροπήσει την ισχύ του εργοδότη. Κατά κανόνα η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος (όχι υποχρεωτικά η άσκηση καθαυτή, όπως και για κάθε δικαίωμα) οδηγεί σε διάλογο και διαπραγμάτευση με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε μιας επιχείρησης χωριστά.
Διασφαλίστηκε έτσι ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός. Οι καλύτερες και παραγωγικότερες επιχειρήσεις οδηγούνται στο να παρέχουν υψηλότερες αμοιβές. Από την αύξηση των αμοιβών προστατεύονται αυτές που εμφανίζουν χαμηλότερη απόδοση και παραγωγικότητα, ώστε να μείνουν στο παιχνίδι και να έχουν σοβαρό κίνητρο για τους εργαζόμενους και την εργοδοσία για να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους. Ο διάλογος καθιστά και τις δυο πλευρές (εργοδότες και εργαζόμενους) υπεύθυνες και επιβάλλει τις αναγκαίες εξηγήσεις.  
Οι ρυθμίσεις του δικαιώματος της απεργίας ποικίλλουν από κράτος σε κράτος, αλλά σε γενικές γραμμές εδράζονται στους ακόλουθους λογικούς και οικονομικούς κανόνες:
1. Ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της απεργίας δεν πληρώνεται. Αρνείται να παρέχει την εργασία του καταθέτοντας συγκεκριμένα αιτήματα και αναλαμβάνει το κόστος.
2. Το δικαίωμα να απεργήσει κάποιος προϋποθέτει κάποιας μορφής συλλογική απόφαση. Δεν απεργεί κανείς ατομικά. Οι όροι λήψης της απόφασης αυτής ρυθμίζονται με διάφορους τρόπους (ύπαρξη οργανωμένου συνδικάτου, πλειοψηφία, προειδοποίηση κλπ).
3. Η απεργία δεν είναι υποχρέωση. Είναι δικαίωμα. Έναντι αυτού του δικαιώματος υπάρχει το αναφαίρετο και κυρίαρχο δικαίωμα οιουδήποτε δεν επιθυμεί να απεργήσει, να εργαστεί με τους όρους που του προσφέρονται, εάν έτσι κρίνει. 
4. Η άσκηση του δικαιώματος υπόκειται σε περιορισμούς όταν λόγω της στρατηγικής φύσης της υπηρεσίας εξαναγκάζει σε άμεση διακοπή της εργασίας και άλλους που δεν επιθυμούν να απεργήσουν. Όταν, για παράδειγμα, απεργούν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, αδυνατούν να εργαστούν οι πιλότοι και χιλιάδες άλλοι εργαζόμενοι της ίδιας επιχείρησης ή του ίδιου κλάδου.
5. Μια απεργία εξ ορισμού μειώνει την παραγωγή και κερδοφορία της επιχείρησης. Συνεπώς, μειώνει και τα πιθανά κέρδη που θα μπορούσαν να διανεμηθούν και οι εργαζόμενοι το γνωρίζουν αυτό εξαρχής. Μια απεργία μπορεί να οδηγήσει στη χρεοκοπία μιας επιχείρησης ή στο κλείσιμό της. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης χάνει την επιχείρησή του και οι εργαζόμενοι την εργασία τους. 
Το τελευταίο σημείο είναι πολύ σημαντικό. Είναι το γεγονός το οποίο οδηγεί σε συμβιβασμούς και στην από κοινού αναζήτηση μιας αμοιβαία συμφέρουσας λύσης. Για τον λόγο αυτό στις προηγμένες κοινωνίες και οικονομίες, όπως η Γερμανική και οι σκανδιναβικές, αναπτύχθηκε η κουλτούρα της διαπραγμάτευσης και των συμβιβασμών. Τα δεδομένα είναι γνωστά και στις δύο πλευρές πριν φθάσουν στην απεργία. Συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος για τους εργαζόμενους υπάρχει μόνο όταν ο εργοδότης δεν δέχεται μια από τις πιθανές λογικές και βιώσιμες λύσεις ή δεν είναι σε θέση να εξηγήσει στους εργαζόμενους το πλάνο ανάπτυξης της επιχείρησης (άρα και των δικών τους οφελών από αυτό), επομένως έχει αποτύχει.
Το δικαίωμα στην απεργία, ρυθμισμένο σε αυτό το πλαίσιο, έχει κεντρικό εξισορροπητικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα. Διασφαλίζει αφενός την παραγωγική κατανομή των κερδών, την εγκαθίδρυση διαλόγου, ο οποίος λαμβάνει υπόψη και τα μεσοπρόθεσμα συμφέροντα της επιχείρησης, όχι τόσο με την άσκησή του αλλά με τη δυνατότητα άσκησής του. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο και σπάνια ασκείται.
Στο πλαίσιο αυτό η ύπαρξη υγιών επιχειρησιακών συνδικάτων είναι προϋπόθεση και όχι αντίπαλος για τη βελτίωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη, για την εξασφάλιση της συναίνεσης και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και τη διασφάλιση της γενικότερης εργασιακής και οικονομικής ισορροπίας.
Ο παραγωγικός διάλογος είναι απαραίτητος και στον διάλογο χρειάζονται πάντα δύο, με ισορροπημένα άμεσα συμφέροντα και κοινά στρατηγικά συμφέροντα. Δύο ικανοί να συζητήσουν. Το παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία με ισχυρά συνδικάτα και σοβαρούς εργοδότες κατόρθωσε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα, να διασώσει τις επιχειρήσεις της και να μειώσει τις εντάσεις, είναι μπροστά στα μάτια μας.
Στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, η οριζόντια εφαρμογή κλαδικών συμβάσεων για τις αμοιβές στην πραγματικότητα λειτουργούσε κατά της βελτίωσης των αμοιβών των εργαζομένων συνολικά και έπληττε κυρίως τις λιγότερο παραγωγικές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σε αυτές. Τις οδηγούσε στο  περιθώριο της αγοράς και στο κλείσιμο, ενώ οι πλέον παραγωγικές γίνονταν και αυτές σταδιακά λιγότερο παραγωγικές (άρα μείωναν τις αμοιβές) ελλείψει ανταγωνισμού.  Κατέστρεψε επίσης τα επιχειρησιακά συνδικάτα και οδήγησε στην κυριαρχία των κλαδικών συντεχνιών. Για τον λόγο αυτό καταργήθηκαν.
Οι απεργίες έχουν ορισμένες φορές επίσης έναν γενικό πολιτικό χαρακτήρα. Όταν το σύνολο των πολιτών ή η πλειοψηφία θεωρεί ότι πλέον η κοινωνική ζημιά από την απεργία έχει έναν υπέρτερο σκοπό, τη δημοκρατία και την ελευθερία, όπως για παράδειγμα στα κομμουνιστικά καθεστώτα και στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της βόρειας Αφρικής πρόσφατα. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνία αποδέχεται την απώλεια παραγωγής, γιατί πιστεύει σε κάτι ευρύτερο που θα την βελτιώσει αργότερα.
Η κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία και ακόμη περισσότερο στην ελληνική οικονομία σήμερα δεν είναι αυτή του ’29. Έχουμε την τύχη να ζούμε τη μακρότερη περίοδο ειρήνης στην παγκόσμια ιστορία, ήδη πάνω από 60 χρόνια, χάρη και στον εξισορροπητικό ρόλο του δικαιώματος της απεργίας.
Η ελληνική οικονομία σήμερα πάσχει από έλλειψη ανταγωνιστικής παραγωγής, και όχι ενεργού ζήτησης, η οποία αντικατοπτρίζεται στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, ισοζυγίου υπηρεσιών και συνολικότερα των τρεχουσών συναλλαγών.
Με άλλα λόγια, ενώ υπάρχει παγκόσμια ζήτηση, δεν παράγουμε αρκετό πλούτο (ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες) που να μας επιτρέπει με την ανταλλαγή του στις παγκόσμιες αγορές να αγοράσουμε τα αντίστοιχα προϊόντα και υπηρεσίες που θα επιθυμούσαμε να έχουμε.

-       Στην όμορφη και παράδοξη χώρα μας το δικαίωμα στην απεργία απέκτησε άλλο νόημα, υπέστη και αυτό μια ιδιαίτερη παραμόρφωση.

Οι συνηθέστερες απεργίες στην Ελλάδα είναι αυτές που γίνονται στον δημόσιο τομέα, οι κλαδικές απεργίες και οι απεργίες που αφορούν επιχειρήσεις που παράγουν κοινωφελή δημόσια αγαθά μονοπωλιακού χαρακτήρα, απαραίτητα για τη λειτουργία της παραγωγικής δραστηριότητας του συνόλου της οικονομίας, αλλά και για τη διασφάλιση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων των πολιτών: τη θέρμανση, τον ηλεκτρισμό, την ελεύθερη μετακίνηση, τη δυνατότητα συνάθροισης, την ίδια την ανθρώπινη ζωή πολλές φορές.
Εκεί, δηλαδή, που ο εργοδότης είναι αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε με την επίσης κάπως αλλοιωμένη λέξη «λαός».
Τα τυχόν κέρδη από τη λειτουργία των επιχειρήσεων και οργανισμών αυτών τα εισπράττει ο φορολογούμενος πολίτης, ενώ τις ζημιές πληρώνει επίσης ο ίδιος. Το ίδιο και περισσότερο ισχύει και για τις υπηρεσίες του παρέχονται από την κεντρική κρατική διοίκηση (δικαιοσύνη, ασφάλεια, χωροταξία κλπ). 
Υπηρεσίες από την παροχή των οποίων εξαρτώνται υπέρτερα αγαθά: το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση, το δικαίωμα στην απονομή δικαιοσύνης, το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα στη ζωή.
Επιπλέον, οι τομείς αυτοί δεν παρουσιάζουν κέρδη για να διανεμηθούν ή, στις σπάνιες περιπτώσεις που παρουσιάζουν, οφείλεται στη μονοπωλιακή τους ρύθμιση εις βάρος των καταναλωτών/πολιτών.
Συνεπώς οι απεργίες αυτές δεν είναι όπλο διαπραγμάτευσης με έναν οποιονδήποτε εργοδότη. Είναι διαπραγμάτευση με την κοινωνία, η οποία είναι ταυτόχρονα ιδιοκτήτης, πελάτης και έχει εξασφαλίσει την επένδυση για τις υποδομές αυτές, ενώ πληρώνει τη λειτουργία τους.
Οι εργαζόμενοι των υπηρεσιών και οργανισμών αυτών γνωρίζουν ότι οι φορείς στους οποίους εργάζονται δεν μπορούν να χρεοκοπήσουν άμεσα, διότι θα καταρρεύσει η παραγωγική δραστηριότητα συνολικά, και επομένως ότι δεν κινδυνεύουν να χάσουν την εργασία τους.

Ας δούμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα των Δημόσιων Μέσων Μαζικής Μεταφοράς: 
• Η επένδυση για την κατασκευή και εξοπλισμό τους πληρώθηκε από τους φορολογούμενους (δηλαδή ακόμη και τον άνεργο, ο οποίος από την πενιχρή κατανάλωσή του, ας πούμε των 4.000 ευρώ τον χρόνο, καταβάλλει άνω του 30 % στο Δημόσιο μέσω του ΦΠΑ που πληρώνει για τα βασικά αγαθά που καταναλώνει, των φόρων στα τσιγάρα, στο αλκοόλ, στα καύσιμα, και ενδεχόμενα και από τεκμήρια για εισόδημα που δεν έχει).
• Το άνοιγμα στο κόστος λειτουργίας τους, η ζημία (η διαφορά δηλαδή μεταξύ εσόδων από εισιτήρια και λοιπών εσόδων και δαπανών) πληρώνεται επίσης από τον ίδιο φορολογούμενο, που είναι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας.
• Τα έσοδά τους προέρχονται από τους πολίτες υπό άλλη ιδιότητα, αυτή του πελάτη. Και μάλιστα όχι τους πιο εύπορους, οι οποίοι έχουν και άλλες δυνατότητες μεταφοράς, αλλά από τους πλέον αδύνατους. Ισόποσα και παραπάνω μάλλον προέρχονται από τους συνταξιούχους και από τους ανέργους και από τους νέους και από μετανάστες που εργάζονται για ένα κομμάτι ψωμί.
Οποιαδήποτε περιττή ή αδικαιολόγητη δαπάνη για τη λειτουργία τους (όπως μισθοί υψηλότεροι αυτών που διαμορφώνονται στην αγορά, πλεονάζον προσωπικό, μικρότερη διάρκεια εργασίας, χαμηλή παραγωγικότητα) συνεπάγεται για να καλυφθεί είτε αύξηση των φόρων είτε της τιμής των παρεχόμενων υπηρεσιών. Οποιαδήποτε εξοικονόμηση από τη λειτουργία τους μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της τιμής των εισιτηρίων ή μείωση των φόρων.
Από την άλλη πλευρά, η συνεχής απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς αποτελεί υποχρέωση του Κράτους ακόμη και εάν το καθεστώς λειτουργίας τους ήταν ιδιωτικό, καθώς απειλούνται υπέρτερα αγαθά, για την προστασία των οποίων το Κράτος είναι υπεύθυνο.
Από την απεργία, λοιπόν, δεν βλάπτεται μια οποιαδήποτε εταιρεία, η οποία κινδυνεύει να κλείσει. Βλάπτεται το σύνολο της οικονομίας και παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.

• Ποιος έχει δικαίωμα να στερήσει από τον άνθρωπο που φροντίζει την ηλικιωμένη μητέρα του να μετακινηθεί για να το κάνει;
• Ποιος έχει δικαίωμα να στερήσει από τη γυναίκα που εργάζεται για ένα μεροκάματο στην άλλη άκρη της πόλης για να ταΐσει τα παιδιά της να πάει να εργαστεί;
• Ποιος έχει δικαίωμα να μας κλείσει στα σπίτια μας; 
• Ποιος έχει δικαίωμα να αποκλείσει τον ηλικιωμένο και ανήμπορο από το να επισκεφθεί τον γιατρό του;
• Ποιος έχει δικαίωμα να οδηγήσει στην απώλεια μεροκάματων και θέσεων εργασίας σε χιλιάδες άλλους τομείς της οικονομίας;
• Ποιος θα πληρώσει γι' αυτούς; Ποιος έχει την αστική και ποινική ευθύνη για τις απώλειες, τις ζημίες, τους θανάτους που δεν καταγράφονται, δεν σχετίζονται, περνούν στα αζήτητα, στα ψιλά της συνείδησής μας, μέσα στα γεγονότα της καθημερινότητάς μας;
Πιστεύει κανείς ότι, εάν το πολιτικό μας σύστημα έθετε ευθέως το ερώτημα με τη σωστή αριθμητική στον «κυρίαρχο λαό», ιδιοκτήτη και πελάτη,  θα αποφάσιζε ποτέ να κρατήσει περιττούς υπαλλήλους ή να αυξήσει οικειοθελώς τους φόρους του; Πιστεύει κανείς ότι, εάν ετίθετο το ερώτημα ποιος πληρώνει τη ζημιά (οικονομική και ανθρώπινη), θα αποφάσιζε "συνεχίστε";

  -           Η εικόνα απέναντι στον καθρέφτη, μια ακόμη αντιστροφή

Τελικά, οι απεργίες στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, στον στενό Δημόσιο τομέα, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και αλλού και ο τρόπος αντιμετώπισής τους είναι μια ακόμη από τις παρανοήσεις της μισοδημοκρατίας μας, ένα ακόμη σημασιολογικό λάθος, μια ακόμη παρεξήγηση.
Δεν πρόκειται για απεργία κάποιων εργαζομένων για να διαπραγματευθούν με έναν εργοδότη. Οι απεργίες στα δίκτυα και στις υπηρεσίες που παρέχουν μονοπωλιακά (δημόσια) αγαθά είναι εμφανώς λοκ-άουτ των πραγματικών ιδιοκτητών, αυτών δηλαδή που καρπώνονται την επιδοτούμενη ζημιά της επιχείρησης και του κράτους, οι οποίοι προσποιούμενοι τους εργαζόμενους κλειδώνουν απέξω τους κατ' όνομα ιδιοκτήτες, που είναι ταυτόχρονα και πελάτες και μέτοχοι. Όλους εμάς τους πολίτες, τους κατοίκους της χώρας αυτής.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αντί να υπερασπισθεί, ως οφείλει εκ του όρκου του,  τα συμφέροντα των φορολογουμένων, τα δικαιώματά του κράτους-εργοδότη, αντί να εντοπίσει τους ενόχους παράνομων πράξεων και να τους απολύσει,  αντί να θέσει ανοιχτά το ερώτημα στους πολίτες με τα σχετικά στοιχεία, καταφεύγει σε λύσεις-υπεκφυγές που κοστίζουν στην κοινωνία παραπάνω, όπως η επιστράτευση.  Για να αποφύγει να ονοματίσει, να προσδιορίσει, να προσωποποιήσει την ευθύνη. 
Ίσως γιατί, αν το έκανε, το πρόσωπο που θα αποκαλυπτόταν από πίσω όταν οι πολίτες θα ρωτούσαν λογικά ποιος έδωσε αυτές τις παράλογες αυξήσεις (εάν είναι τέτοιες) με τα δικά μας λεφτά,  ποιος τους διόρισε όλους αυτούς που περισσεύουν, το πρόσωπο που θα βλέπαμε θα ήταν εν τέλει αυτών των ιδίων.

-       Οι τρεις λόγοι στρέβλωσης ενός παραγωγικού θεσμού:

Ο πρώτος λόγος, που αναλύθηκε παραπάνω, είναι η καταχρηστική λειτουργία του δικαιώματος της απεργίας στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα. Αυτή η κατάσταση έχει  οδηγήσει στην αδυναμία εξισορροπητικής λειτουργίας του εκεί όπου πράγματι είναι απαραίτητος. Στον ιδιωτικό τομέα, που καταβάλλει μέσω των φόρων το σύνολο των ζημιών που προκαλεί η αντιπαραγωγική λειτουργία του δημοσίου, δεν έχουν μείνει κέρδη για να μοιραστούν. Οι άνεργοι πολλαπλασιάζονται καθημερινά και έτσι ακόμη και η υγιής επιχειρηματικότητα (όση έχει απομείνει) δεν έχει κίνητρο να διαπραγματευτεί. Δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο συζήτησης εργοδότη και εργαζόμενου, πέρα από τη μείωση των αμοιβών όλων και των θέσεων εργασίας.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι τα συνδικάτα (και αυτά του ιδιωτικού τομέα) διαβρώθηκαν από κομματικές παρατάξεις, οι οποίες προέβαλαν μέσω αυτών το ευρύτερο κομματικό συμφέρον και όχι το συμφέρον των συγκεκριμένων εργαζομένων τους οποίους κανονικά θα έπρεπε να εκπροσωπούν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι εργαζόμενοι τα απαξίωσαν, δεν τα εμπιστεύονται, δεν συμμετέχουν.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι και ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής μας επιχειρηματικότητας (ευτυχώς όχι όλο) δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη σχέση με την παραγωγική επιχειρηματικότητα των ανεπτυγμένων χωρών. Αρκετοί ιδιοκτήτες μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων στη χώρα μας δεν βλέπουν στην επιχείρησή τους μια αυτόνομη οντότητα με το δικό της μάνατζμεντ, τους γενικότερους στόχους, τους εσωτερικούς παίκτες και ισορροπίες. Αδυνατούν να τη συλλάβουν ως οντότητα με διάρκεια και κοινωνικό χώρο πέρα από τη δική τους ζωή, ως μια παραγωγική συλλογικότητα, μια οργάνωση που τους ανήκει και ταυτόχρονα τους ξεπερνά. Γι' αυτό πολύ συχνά, όταν οι Ελληνικές επιχειρήσεις μεγαλώνουν πάνω από ένα μέγεθος, αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Δεν μπορούν να απεξαρτηθούν από το micro-μάνατζμεντ (ευγενικός όρος για το μάνατζμεντ του μπακάλικου) του ιδρυτή ή ιδιοκτήτη τους.
Παραμένουν οι άνθρωποι αυτοί όμηροι ενός παρωχημένου παραγωγικού μοντέλου που αυτοκαταστρέφεται. Βλέπουν τις επιχειρήσεις τους ως προέκταση του σογιού και πολλές φορές του υπερτροφικού εγώ τους. Ταυτίζουν πλασματικά την απαραίτητη και υγιή συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων με τον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό. Επιβεβαιώνουν τη συσκότιση και τη διαστροφή, η οποία νομίζουν ότι τους βολεύει. Αντί να επιζητούν οι ίδιοι τον διάλογο με αξιόπιστους συνομιλητές, τους απωθούν και απαξιώνουν. Δεν είναι σε θέση για μια σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση. Έτσι οδηγούν τους φυσικούς συνομιλητές και αντικειμενικά συμμάχους τους στην απαξίωση και στις αναισθητικές κομματικές αγκαλιές.
Τι βλέπουμε λοιπόν κοιτώντας μέσα από τον καθρέφτη γύρω από το παρεξηγημένο δικαίωμα στην απεργία;
Πραγματικούς ιδιοκτήτες, που έχουν ιδιοποιηθεί δημόσια περιουσία και παριστάνοντας τους εργαζόμενους απεργούν εναντίον των πελατών και χρηματοδοτών τους.  Αφεντικά οικογενειακών μονάδων του 18ουαιώνα, που υποδύονται τους σύγχρονους επιχειρηματίες. Συνδικαλιστές, που υποδύονται τους εκπροσώπους των εργαζομένων αλλά εκπροσωπούν τον εαυτό τους και το κόμμα τους στην καλύτερη περίπτωση. Και, τέλος, εκατοντάδες χιλιάδες σκληρά εργαζόμενους, που βλέπουν καθημερινά τις δουλειές τους να χάνονται, κι άλλους τόσους ανέργους, που βλέπουν τις ζωές τους να διαλύονται δίχως να εκπροσωπούνται από κανέναν.
Το μεγάλο ψυχολογικό κόλπο της παραμόρφωσης αυτής είναι ότι οδήγησε αυτούς τους τελευταίους, τους ανθρώπους που έχουν διάθεση για δουλειά και δημιουργία, τους ανθρώπους με ανοιχτά μυαλά και ανοιχτές καρδιές, αυτούς που το συμφέρον τους βρίσκεται στο μέλλον, στον σύγχρονο κόσμο, να προσπαθούν όλα αυτά τα χρόνια απελπισμένα να πείσουν τον εαυτό τους ότι οι ίδιοι είναι κάτι που μοιάζει με πολίτες, για να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους που ταυτίζεται με την αυταπάτη τους.
Έτσι δικαιολογούσαν στον εαυτό τους την ανοχή απέναντι στο καφκικό μας κράτος, που παριστάνει το κράτος δικαίου, και στους πραγματικούς  ιδιοκτήτες του. Το κράτος για το οποίο οι νεοέλληνες είμαστε ιθαγενείς, υπήκοοι και, άρρητα, όμηροι.
Βάζοντας σε κάθε τομέα με κόπο και σύστημα τον καθρέφτη απέναντι κι αποκαθιστώντας την εικόνα της πραγματικότητας, μπορούμε να σκεφτούμε πώς μπορούμε να την αντιστρέψουμε.
Με ποιες αποφάσεις και ποιες παρεμβάσεις, ποιον πολιτικό λόγο και με ποιους ανθρώπους  μπορούμε να ξαναδώσουμε στις λέξεις το νόημά τους και στις πράξεις την ουσία τους, ώστε να δημιουργηθεί το πλειοψηφικό εκείνο ρεύμα που θα μπορούσε να οδηγήσει την ελληνική κοινωνία στον σύγχρονο κόσμο.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος



No comments:

Post a Comment