Thursday, February 28, 2013

Η αλαζονεία του ηλιθίου ή κάτι βαθύτερο;


Share/Bookmark
Για όσους επιχειρούν να διακρίνουν λίγο πέρα από τη μύτη τους ή αλλιώς λίγο πέρα από τους εθνικούς μας μύθους, τα μαγικά πετρέλαια και τις πανταχού παρούσες απειλές.

Η σύγκρουση ανάμεσα στις ευρωπαϊκές δυνάμεις και στις δυνάμεις της διάλυσης, τις δυνάμεις του εθνικισμού και του λαϊκισμού (ακροαριστερού και ακροδεξιού) συνεχίζει τον δρόμο της στην Ευρώπη. Με περισσότερο ή λιγότερο εκλεπτυσμένο τρόπο. Με άλλο lifestyle.

Το παράδοξο και συνάμα τραγικό είναι ότι οι λαϊκίστικες και αντικειμενικά αντιευρωπαϊκές δυνάμεις στις χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου ενισχύονται από ακριβώς εκείνο το στοιχείο που αποτελεί το μόνο που μπορεί να ενισχύσει τις πρώτες: το όραμα της οικονομικής σταθερότητας σε μια δημοκρατική Ευρώπη που θα είναι ταυτόχρονα ισχυρή στον σύγχρονο κόσμο και ασφαλής απέναντι στο παρελθόν της.

Μπορεί αυτό να αποδoθεί μόνο στην ανικανότητα και διαφθορά των πολιτικών συστημάτων; Μήπως θάπρεπε να σκεφθούμε κάπως την ομοιότητα στον ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε συνδυασμό με τη σταδιακή αποδόμηση της παιδείας; Μήπως εκεί ανοίγεται το πεδίο του φθηνού λόγου;

Εν τέλει το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, όλοι αισθάνονται την ίδια δυσφορία, την ίδια έλλειψη εμπιστοσύνης, καθώς διαισθητικά καταλαβαίνουν.

"Χαλεπόν άρχεσθαι υπό χείρονος". "Σκληρό να σε εξουσιάζει κάποιος κατώτερος", κατά τον σοφό Δημόκριτο. Ειδικά αν σε έχει εκπαιδεύσει να μην είσαι και πολύ ανώτερος εσύ ο ίδιος. Από τον Μπερλουσκόνι στον Γκρίλλο το βήμα είναι από την αυτάρεσκη καρικατούρα στη μαριονέτα που αυταπατάται.

Ο φαύλος κύκλος της δυσπιστίας και της μετριότητας.

Διανύουμε τη μακρότερη περίοδο ειρήνης της Ευρωπαϊκής και συνολικά της παγκόσμιας ιστορίας, που είναι σπαρμένη με περιφερειακές μικροσυρράξεις, αν τηρήσουμε τις αναλογίες με την προ του 1940 περίοδο τριών αιώνων.

Η έκβαση της σύγκρουσης αυτής θα κρίνει ενδεχόμενα αν η περίοδος αυτή θα συνεχίσει να είναι το ίδιο ανέμελα ξέγνοιαστη, σπαρμένη από μικρές καθημερινές δυσκολίες, συγκρούσεις κι ανατροπές αλλά κι από επιτεύγματα και πρόοδο κι όχι από σύνορα και κρατήρες.

Είναι η αναμενόμενη αλαζονεία του ηλιθίου ή κάτι βαθύτερο;


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος

Thursday, February 21, 2013

Η αναπτυξιακή διάσταση και η κοινωνική ευθύνη του δικαιώματος της απεργίας


Share/Bookmark
Contre-Courant - Αντίθετα στο ρεύμα

Μια σειρά από αιρετικές απόψεις που επιχειρούν να θέσουν ερωτήματα σε σχέση με την  κρυμμένη πραγματικότητα, την ανεστραμμένη αλήθεια, τη διαστροφή των νοημάτων των λέξεων και της λογικής, η οποία είναι και η πηγή των δεινών μας. Για τον συνδικαλισμό, τους φόρους, τη φοροδιαφυγή και την ανεπίσημη οικονομία, την ανεργία, την ενδοοικογενειακή ζητιανιά, τον κατώτατο μισθό, την κρυμμένη εξουσία των γερόντων, τις δημόσιες επενδύσεις, τις απεργίες. Για να επιχειρήσουμε να δούμε τη σκιά του παραλόγου, τον Χάμπτυ Ντάμπτυ. Εκείνο το στρογγυλό πλάσμα που λέει στην Αλίκη που τριγυρνάει, με την παιδική της ελαφρότητα και διαύγεια, στη Χώρα των Θαυμάτων: «οι λέξεις σημαίνουν αυτό που εγώ θέλω να σημαίνουν», καθιστώντας δια μιας αδύνατο οποιονδήποτε διάλογο, οποιαδήποτε λογική αντιπαράθεση, την ανακάλυψη οποιασδήποτε αλήθειας.

-       Το δικαίωμα της απεργίας, οι κυκλικές κρίσεις και οι μεγάλοι πόλεμοι

Η απεργιακή δράση έχει μακρά ιστορία. Η πρώτη γνωστή απεργία συνέβη προς το τέλος της 20ης δυναστείας στην Αίγυπτο, το 1152 πΧ, επί του Ραμσή III, όπως μεταφέρθηκε σε εμάς λεπτομερώς σε πάπυρο που διατηρείται στο σημερινό Τουρίνο. Τεχνίτες της βασιλικής νεκρόπολης εξεγέρθηκαν και αρνήθηκαν να εργαστούν. Η απεργία τρόμαξε τόσο τις αρχές της Αιγύπτου, καθώς αυτή ήταν μια πρωτοφανής κατάσταση, που ενέδωσαν και υποχώρησαν παρέχοντας αυξήσεις των μισθών.
Ακολούθησαν στον 18ο αιώνα οι εξεγέρσεις των ναυτεργατών στην Αγγλία, και σταδιακά οι εξεγέρσεις και απεργίες των εργατών στην εποχή της βιομηχανικής Επανάστασης μέχρι και την κρίση του 1929 στον βιομηχανικό κόσμο.
Κατά την εποχή της βιομηχανικής Επανάστασης δημιουργήθηκαν μεγάλες και μικρές παραγωγικές μονάδες, πολλαπλασιάζοντας την παραγωγικότητα της οικονομίας. Η αυξημένη παραγωγή οδηγούσε σταδιακά σε αύξηση των κερδών και συνεπώς στη συσσώρευση κεφαλαίου, σε νέα επένδυση, σε νέα αύξηση της παραγωγής κ.ο.κ.
Σε κάθε μονάδα ξεχωριστά οι εργοδότες, μη έχοντας να αντιμετωπίσουν κανένα νόμιμο πλαίσιο που να ισορροπεί τη διανομή εξουσίας μεταξύ αυτών και των εργαζομένων, έτειναν να ελαχιστοποιούν τις αμοιβές και να επιβάλλουν απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν το κέρδος. Αυτό οδηγούσε σε υπερ-συσσώρευση κεφαλαίου και έλλειψη κατανάλωσης, που εκδηλωνόταν ταυτόχρονα σχεδόν σε μεγάλα τμήματα του τότε ανεπτυγμένου κόσμου.
Προκαλούσε έτσι κυκλικά επανερχόμενες θεμελιώδεις ανισορροπίες, οι οποίες κατέληγαν συστηματικά στο κλείσιμο των παραγωγικών μονάδων από την έλλειψη αυτού που ο Κέυνς αποκάλεσε αργότερα ενεργό ζήτηση. Δηλαδή, την απουσία αγοραστών που έχουν και την ανάγκη και τα χρήματα να καταναλώσουν τα διαθέσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, τα οποία έτσι έμεναν στα ράφια ή στις αποθήκες. Αυτό οδηγούσε σε κλείσιμο των παραγωγικών μονάδων, σε υψηλή ανεργία, η οποία με τη σειρά της έφερνε κοινωνική εξαθλίωση και ακόμη λιγότερους αγοραστές. Τέλος, το περίσσευμα προϊόντος και πλούτου καταστρεφόταν μετατρεπόμενο σε αναλώσιμο υλικό (κτήρια, υποδομές, αλλά και όπλα) για πολέμους που κατέστρεφαν το συσσωρευμένο κεφάλαιο, δηλαδή την ανθρώπινη εργασία γενεών, σε γενικευμένα ολοκαυτώματα ανθρώπινης σάρκας και μετάλλου.
Οι πόλεμοι αυτοί δεν ήταν δύσκολο να ξεσπάσουν, καθώς η ανέχεια και ο φόβος που τροφοδοτούνταν από την αστάθεια οδηγούσαν τους ανθρώπους σε ακραίες θέσεις και παράλογους εθνικισμούς, που έβρισκαν εύκολα την πολιτική τους έκφραση.
Όλα αυτά είναι καλά γνωστό ότι οδήγησαν στην κρίση του '29 και στον Μεγάλο Πόλεμο.
Σταδιακά, μετά από την κρίση και τον πόλεμο,  το δικαίωμα στην απεργία ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των ανεπτυγμένων χωρών, προκειμένου να ισορροπήσει την ισχύ του εργοδότη. Κατά κανόνα η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος (όχι υποχρεωτικά η άσκηση καθαυτή, όπως και για κάθε δικαίωμα) οδηγεί σε διάλογο και διαπραγμάτευση με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε μιας επιχείρησης χωριστά.
Διασφαλίστηκε έτσι ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός. Οι καλύτερες και παραγωγικότερες επιχειρήσεις οδηγούνται στο να παρέχουν υψηλότερες αμοιβές. Από την αύξηση των αμοιβών προστατεύονται αυτές που εμφανίζουν χαμηλότερη απόδοση και παραγωγικότητα, ώστε να μείνουν στο παιχνίδι και να έχουν σοβαρό κίνητρο για τους εργαζόμενους και την εργοδοσία για να βελτιώσουν την παραγωγικότητά τους. Ο διάλογος καθιστά και τις δυο πλευρές (εργοδότες και εργαζόμενους) υπεύθυνες και επιβάλλει τις αναγκαίες εξηγήσεις.  
Οι ρυθμίσεις του δικαιώματος της απεργίας ποικίλλουν από κράτος σε κράτος, αλλά σε γενικές γραμμές εδράζονται στους ακόλουθους λογικούς και οικονομικούς κανόνες:
1. Ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της απεργίας δεν πληρώνεται. Αρνείται να παρέχει την εργασία του καταθέτοντας συγκεκριμένα αιτήματα και αναλαμβάνει το κόστος.
2. Το δικαίωμα να απεργήσει κάποιος προϋποθέτει κάποιας μορφής συλλογική απόφαση. Δεν απεργεί κανείς ατομικά. Οι όροι λήψης της απόφασης αυτής ρυθμίζονται με διάφορους τρόπους (ύπαρξη οργανωμένου συνδικάτου, πλειοψηφία, προειδοποίηση κλπ).
3. Η απεργία δεν είναι υποχρέωση. Είναι δικαίωμα. Έναντι αυτού του δικαιώματος υπάρχει το αναφαίρετο και κυρίαρχο δικαίωμα οιουδήποτε δεν επιθυμεί να απεργήσει, να εργαστεί με τους όρους που του προσφέρονται, εάν έτσι κρίνει. 
4. Η άσκηση του δικαιώματος υπόκειται σε περιορισμούς όταν λόγω της στρατηγικής φύσης της υπηρεσίας εξαναγκάζει σε άμεση διακοπή της εργασίας και άλλους που δεν επιθυμούν να απεργήσουν. Όταν, για παράδειγμα, απεργούν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, αδυνατούν να εργαστούν οι πιλότοι και χιλιάδες άλλοι εργαζόμενοι της ίδιας επιχείρησης ή του ίδιου κλάδου.
5. Μια απεργία εξ ορισμού μειώνει την παραγωγή και κερδοφορία της επιχείρησης. Συνεπώς, μειώνει και τα πιθανά κέρδη που θα μπορούσαν να διανεμηθούν και οι εργαζόμενοι το γνωρίζουν αυτό εξαρχής. Μια απεργία μπορεί να οδηγήσει στη χρεοκοπία μιας επιχείρησης ή στο κλείσιμό της. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης χάνει την επιχείρησή του και οι εργαζόμενοι την εργασία τους. 
Το τελευταίο σημείο είναι πολύ σημαντικό. Είναι το γεγονός το οποίο οδηγεί σε συμβιβασμούς και στην από κοινού αναζήτηση μιας αμοιβαία συμφέρουσας λύσης. Για τον λόγο αυτό στις προηγμένες κοινωνίες και οικονομίες, όπως η Γερμανική και οι σκανδιναβικές, αναπτύχθηκε η κουλτούρα της διαπραγμάτευσης και των συμβιβασμών. Τα δεδομένα είναι γνωστά και στις δύο πλευρές πριν φθάσουν στην απεργία. Συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος για τους εργαζόμενους υπάρχει μόνο όταν ο εργοδότης δεν δέχεται μια από τις πιθανές λογικές και βιώσιμες λύσεις ή δεν είναι σε θέση να εξηγήσει στους εργαζόμενους το πλάνο ανάπτυξης της επιχείρησης (άρα και των δικών τους οφελών από αυτό), επομένως έχει αποτύχει.
Το δικαίωμα στην απεργία, ρυθμισμένο σε αυτό το πλαίσιο, έχει κεντρικό εξισορροπητικό και αναπτυξιακό χαρακτήρα. Διασφαλίζει αφενός την παραγωγική κατανομή των κερδών, την εγκαθίδρυση διαλόγου, ο οποίος λαμβάνει υπόψη και τα μεσοπρόθεσμα συμφέροντα της επιχείρησης, όχι τόσο με την άσκησή του αλλά με τη δυνατότητα άσκησής του. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο και σπάνια ασκείται.
Στο πλαίσιο αυτό η ύπαρξη υγιών επιχειρησιακών συνδικάτων είναι προϋπόθεση και όχι αντίπαλος για τη βελτίωση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη, για την εξασφάλιση της συναίνεσης και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και τη διασφάλιση της γενικότερης εργασιακής και οικονομικής ισορροπίας.
Ο παραγωγικός διάλογος είναι απαραίτητος και στον διάλογο χρειάζονται πάντα δύο, με ισορροπημένα άμεσα συμφέροντα και κοινά στρατηγικά συμφέροντα. Δύο ικανοί να συζητήσουν. Το παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία με ισχυρά συνδικάτα και σοβαρούς εργοδότες κατόρθωσε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα, να διασώσει τις επιχειρήσεις της και να μειώσει τις εντάσεις, είναι μπροστά στα μάτια μας.
Στην Ελλάδα, αλλά και αλλού, η οριζόντια εφαρμογή κλαδικών συμβάσεων για τις αμοιβές στην πραγματικότητα λειτουργούσε κατά της βελτίωσης των αμοιβών των εργαζομένων συνολικά και έπληττε κυρίως τις λιγότερο παραγωγικές επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σε αυτές. Τις οδηγούσε στο  περιθώριο της αγοράς και στο κλείσιμο, ενώ οι πλέον παραγωγικές γίνονταν και αυτές σταδιακά λιγότερο παραγωγικές (άρα μείωναν τις αμοιβές) ελλείψει ανταγωνισμού.  Κατέστρεψε επίσης τα επιχειρησιακά συνδικάτα και οδήγησε στην κυριαρχία των κλαδικών συντεχνιών. Για τον λόγο αυτό καταργήθηκαν.
Οι απεργίες έχουν ορισμένες φορές επίσης έναν γενικό πολιτικό χαρακτήρα. Όταν το σύνολο των πολιτών ή η πλειοψηφία θεωρεί ότι πλέον η κοινωνική ζημιά από την απεργία έχει έναν υπέρτερο σκοπό, τη δημοκρατία και την ελευθερία, όπως για παράδειγμα στα κομμουνιστικά καθεστώτα και στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της βόρειας Αφρικής πρόσφατα. Στην περίπτωση αυτή η κοινωνία αποδέχεται την απώλεια παραγωγής, γιατί πιστεύει σε κάτι ευρύτερο που θα την βελτιώσει αργότερα.
Η κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία και ακόμη περισσότερο στην ελληνική οικονομία σήμερα δεν είναι αυτή του ’29. Έχουμε την τύχη να ζούμε τη μακρότερη περίοδο ειρήνης στην παγκόσμια ιστορία, ήδη πάνω από 60 χρόνια, χάρη και στον εξισορροπητικό ρόλο του δικαιώματος της απεργίας.
Η ελληνική οικονομία σήμερα πάσχει από έλλειψη ανταγωνιστικής παραγωγής, και όχι ενεργού ζήτησης, η οποία αντικατοπτρίζεται στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, ισοζυγίου υπηρεσιών και συνολικότερα των τρεχουσών συναλλαγών.
Με άλλα λόγια, ενώ υπάρχει παγκόσμια ζήτηση, δεν παράγουμε αρκετό πλούτο (ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες) που να μας επιτρέπει με την ανταλλαγή του στις παγκόσμιες αγορές να αγοράσουμε τα αντίστοιχα προϊόντα και υπηρεσίες που θα επιθυμούσαμε να έχουμε.

-       Στην όμορφη και παράδοξη χώρα μας το δικαίωμα στην απεργία απέκτησε άλλο νόημα, υπέστη και αυτό μια ιδιαίτερη παραμόρφωση.

Οι συνηθέστερες απεργίες στην Ελλάδα είναι αυτές που γίνονται στον δημόσιο τομέα, οι κλαδικές απεργίες και οι απεργίες που αφορούν επιχειρήσεις που παράγουν κοινωφελή δημόσια αγαθά μονοπωλιακού χαρακτήρα, απαραίτητα για τη λειτουργία της παραγωγικής δραστηριότητας του συνόλου της οικονομίας, αλλά και για τη διασφάλιση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων των πολιτών: τη θέρμανση, τον ηλεκτρισμό, την ελεύθερη μετακίνηση, τη δυνατότητα συνάθροισης, την ίδια την ανθρώπινη ζωή πολλές φορές.
Εκεί, δηλαδή, που ο εργοδότης είναι αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε με την επίσης κάπως αλλοιωμένη λέξη «λαός».
Τα τυχόν κέρδη από τη λειτουργία των επιχειρήσεων και οργανισμών αυτών τα εισπράττει ο φορολογούμενος πολίτης, ενώ τις ζημιές πληρώνει επίσης ο ίδιος. Το ίδιο και περισσότερο ισχύει και για τις υπηρεσίες του παρέχονται από την κεντρική κρατική διοίκηση (δικαιοσύνη, ασφάλεια, χωροταξία κλπ). 
Υπηρεσίες από την παροχή των οποίων εξαρτώνται υπέρτερα αγαθά: το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση, το δικαίωμα στην απονομή δικαιοσύνης, το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα στη ζωή.
Επιπλέον, οι τομείς αυτοί δεν παρουσιάζουν κέρδη για να διανεμηθούν ή, στις σπάνιες περιπτώσεις που παρουσιάζουν, οφείλεται στη μονοπωλιακή τους ρύθμιση εις βάρος των καταναλωτών/πολιτών.
Συνεπώς οι απεργίες αυτές δεν είναι όπλο διαπραγμάτευσης με έναν οποιονδήποτε εργοδότη. Είναι διαπραγμάτευση με την κοινωνία, η οποία είναι ταυτόχρονα ιδιοκτήτης, πελάτης και έχει εξασφαλίσει την επένδυση για τις υποδομές αυτές, ενώ πληρώνει τη λειτουργία τους.
Οι εργαζόμενοι των υπηρεσιών και οργανισμών αυτών γνωρίζουν ότι οι φορείς στους οποίους εργάζονται δεν μπορούν να χρεοκοπήσουν άμεσα, διότι θα καταρρεύσει η παραγωγική δραστηριότητα συνολικά, και επομένως ότι δεν κινδυνεύουν να χάσουν την εργασία τους.

Ας δούμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα των Δημόσιων Μέσων Μαζικής Μεταφοράς: 
• Η επένδυση για την κατασκευή και εξοπλισμό τους πληρώθηκε από τους φορολογούμενους (δηλαδή ακόμη και τον άνεργο, ο οποίος από την πενιχρή κατανάλωσή του, ας πούμε των 4.000 ευρώ τον χρόνο, καταβάλλει άνω του 30 % στο Δημόσιο μέσω του ΦΠΑ που πληρώνει για τα βασικά αγαθά που καταναλώνει, των φόρων στα τσιγάρα, στο αλκοόλ, στα καύσιμα, και ενδεχόμενα και από τεκμήρια για εισόδημα που δεν έχει).
• Το άνοιγμα στο κόστος λειτουργίας τους, η ζημία (η διαφορά δηλαδή μεταξύ εσόδων από εισιτήρια και λοιπών εσόδων και δαπανών) πληρώνεται επίσης από τον ίδιο φορολογούμενο, που είναι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας.
• Τα έσοδά τους προέρχονται από τους πολίτες υπό άλλη ιδιότητα, αυτή του πελάτη. Και μάλιστα όχι τους πιο εύπορους, οι οποίοι έχουν και άλλες δυνατότητες μεταφοράς, αλλά από τους πλέον αδύνατους. Ισόποσα και παραπάνω μάλλον προέρχονται από τους συνταξιούχους και από τους ανέργους και από τους νέους και από μετανάστες που εργάζονται για ένα κομμάτι ψωμί.
Οποιαδήποτε περιττή ή αδικαιολόγητη δαπάνη για τη λειτουργία τους (όπως μισθοί υψηλότεροι αυτών που διαμορφώνονται στην αγορά, πλεονάζον προσωπικό, μικρότερη διάρκεια εργασίας, χαμηλή παραγωγικότητα) συνεπάγεται για να καλυφθεί είτε αύξηση των φόρων είτε της τιμής των παρεχόμενων υπηρεσιών. Οποιαδήποτε εξοικονόμηση από τη λειτουργία τους μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της τιμής των εισιτηρίων ή μείωση των φόρων.
Από την άλλη πλευρά, η συνεχής απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς αποτελεί υποχρέωση του Κράτους ακόμη και εάν το καθεστώς λειτουργίας τους ήταν ιδιωτικό, καθώς απειλούνται υπέρτερα αγαθά, για την προστασία των οποίων το Κράτος είναι υπεύθυνο.
Από την απεργία, λοιπόν, δεν βλάπτεται μια οποιαδήποτε εταιρεία, η οποία κινδυνεύει να κλείσει. Βλάπτεται το σύνολο της οικονομίας και παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.

• Ποιος έχει δικαίωμα να στερήσει από τον άνθρωπο που φροντίζει την ηλικιωμένη μητέρα του να μετακινηθεί για να το κάνει;
• Ποιος έχει δικαίωμα να στερήσει από τη γυναίκα που εργάζεται για ένα μεροκάματο στην άλλη άκρη της πόλης για να ταΐσει τα παιδιά της να πάει να εργαστεί;
• Ποιος έχει δικαίωμα να μας κλείσει στα σπίτια μας; 
• Ποιος έχει δικαίωμα να αποκλείσει τον ηλικιωμένο και ανήμπορο από το να επισκεφθεί τον γιατρό του;
• Ποιος έχει δικαίωμα να οδηγήσει στην απώλεια μεροκάματων και θέσεων εργασίας σε χιλιάδες άλλους τομείς της οικονομίας;
• Ποιος θα πληρώσει γι' αυτούς; Ποιος έχει την αστική και ποινική ευθύνη για τις απώλειες, τις ζημίες, τους θανάτους που δεν καταγράφονται, δεν σχετίζονται, περνούν στα αζήτητα, στα ψιλά της συνείδησής μας, μέσα στα γεγονότα της καθημερινότητάς μας;
Πιστεύει κανείς ότι, εάν το πολιτικό μας σύστημα έθετε ευθέως το ερώτημα με τη σωστή αριθμητική στον «κυρίαρχο λαό», ιδιοκτήτη και πελάτη,  θα αποφάσιζε ποτέ να κρατήσει περιττούς υπαλλήλους ή να αυξήσει οικειοθελώς τους φόρους του; Πιστεύει κανείς ότι, εάν ετίθετο το ερώτημα ποιος πληρώνει τη ζημιά (οικονομική και ανθρώπινη), θα αποφάσιζε "συνεχίστε";

  -           Η εικόνα απέναντι στον καθρέφτη, μια ακόμη αντιστροφή

Τελικά, οι απεργίες στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, στον στενό Δημόσιο τομέα, στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και αλλού και ο τρόπος αντιμετώπισής τους είναι μια ακόμη από τις παρανοήσεις της μισοδημοκρατίας μας, ένα ακόμη σημασιολογικό λάθος, μια ακόμη παρεξήγηση.
Δεν πρόκειται για απεργία κάποιων εργαζομένων για να διαπραγματευθούν με έναν εργοδότη. Οι απεργίες στα δίκτυα και στις υπηρεσίες που παρέχουν μονοπωλιακά (δημόσια) αγαθά είναι εμφανώς λοκ-άουτ των πραγματικών ιδιοκτητών, αυτών δηλαδή που καρπώνονται την επιδοτούμενη ζημιά της επιχείρησης και του κράτους, οι οποίοι προσποιούμενοι τους εργαζόμενους κλειδώνουν απέξω τους κατ' όνομα ιδιοκτήτες, που είναι ταυτόχρονα και πελάτες και μέτοχοι. Όλους εμάς τους πολίτες, τους κατοίκους της χώρας αυτής.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, αντί να υπερασπισθεί, ως οφείλει εκ του όρκου του,  τα συμφέροντα των φορολογουμένων, τα δικαιώματά του κράτους-εργοδότη, αντί να εντοπίσει τους ενόχους παράνομων πράξεων και να τους απολύσει,  αντί να θέσει ανοιχτά το ερώτημα στους πολίτες με τα σχετικά στοιχεία, καταφεύγει σε λύσεις-υπεκφυγές που κοστίζουν στην κοινωνία παραπάνω, όπως η επιστράτευση.  Για να αποφύγει να ονοματίσει, να προσδιορίσει, να προσωποποιήσει την ευθύνη. 
Ίσως γιατί, αν το έκανε, το πρόσωπο που θα αποκαλυπτόταν από πίσω όταν οι πολίτες θα ρωτούσαν λογικά ποιος έδωσε αυτές τις παράλογες αυξήσεις (εάν είναι τέτοιες) με τα δικά μας λεφτά,  ποιος τους διόρισε όλους αυτούς που περισσεύουν, το πρόσωπο που θα βλέπαμε θα ήταν εν τέλει αυτών των ιδίων.

-       Οι τρεις λόγοι στρέβλωσης ενός παραγωγικού θεσμού:

Ο πρώτος λόγος, που αναλύθηκε παραπάνω, είναι η καταχρηστική λειτουργία του δικαιώματος της απεργίας στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα. Αυτή η κατάσταση έχει  οδηγήσει στην αδυναμία εξισορροπητικής λειτουργίας του εκεί όπου πράγματι είναι απαραίτητος. Στον ιδιωτικό τομέα, που καταβάλλει μέσω των φόρων το σύνολο των ζημιών που προκαλεί η αντιπαραγωγική λειτουργία του δημοσίου, δεν έχουν μείνει κέρδη για να μοιραστούν. Οι άνεργοι πολλαπλασιάζονται καθημερινά και έτσι ακόμη και η υγιής επιχειρηματικότητα (όση έχει απομείνει) δεν έχει κίνητρο να διαπραγματευτεί. Δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο συζήτησης εργοδότη και εργαζόμενου, πέρα από τη μείωση των αμοιβών όλων και των θέσεων εργασίας.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι τα συνδικάτα (και αυτά του ιδιωτικού τομέα) διαβρώθηκαν από κομματικές παρατάξεις, οι οποίες προέβαλαν μέσω αυτών το ευρύτερο κομματικό συμφέρον και όχι το συμφέρον των συγκεκριμένων εργαζομένων τους οποίους κανονικά θα έπρεπε να εκπροσωπούν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι εργαζόμενοι τα απαξίωσαν, δεν τα εμπιστεύονται, δεν συμμετέχουν.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι και ένα μεγάλο μέρος της ιδιωτικής μας επιχειρηματικότητας (ευτυχώς όχι όλο) δεν φαίνεται να είχε ιδιαίτερη σχέση με την παραγωγική επιχειρηματικότητα των ανεπτυγμένων χωρών. Αρκετοί ιδιοκτήτες μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων στη χώρα μας δεν βλέπουν στην επιχείρησή τους μια αυτόνομη οντότητα με το δικό της μάνατζμεντ, τους γενικότερους στόχους, τους εσωτερικούς παίκτες και ισορροπίες. Αδυνατούν να τη συλλάβουν ως οντότητα με διάρκεια και κοινωνικό χώρο πέρα από τη δική τους ζωή, ως μια παραγωγική συλλογικότητα, μια οργάνωση που τους ανήκει και ταυτόχρονα τους ξεπερνά. Γι' αυτό πολύ συχνά, όταν οι Ελληνικές επιχειρήσεις μεγαλώνουν πάνω από ένα μέγεθος, αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό. Δεν μπορούν να απεξαρτηθούν από το micro-μάνατζμεντ (ευγενικός όρος για το μάνατζμεντ του μπακάλικου) του ιδρυτή ή ιδιοκτήτη τους.
Παραμένουν οι άνθρωποι αυτοί όμηροι ενός παρωχημένου παραγωγικού μοντέλου που αυτοκαταστρέφεται. Βλέπουν τις επιχειρήσεις τους ως προέκταση του σογιού και πολλές φορές του υπερτροφικού εγώ τους. Ταυτίζουν πλασματικά την απαραίτητη και υγιή συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων με τον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό. Επιβεβαιώνουν τη συσκότιση και τη διαστροφή, η οποία νομίζουν ότι τους βολεύει. Αντί να επιζητούν οι ίδιοι τον διάλογο με αξιόπιστους συνομιλητές, τους απωθούν και απαξιώνουν. Δεν είναι σε θέση για μια σύγχρονη εταιρική διακυβέρνηση. Έτσι οδηγούν τους φυσικούς συνομιλητές και αντικειμενικά συμμάχους τους στην απαξίωση και στις αναισθητικές κομματικές αγκαλιές.
Τι βλέπουμε λοιπόν κοιτώντας μέσα από τον καθρέφτη γύρω από το παρεξηγημένο δικαίωμα στην απεργία;
Πραγματικούς ιδιοκτήτες, που έχουν ιδιοποιηθεί δημόσια περιουσία και παριστάνοντας τους εργαζόμενους απεργούν εναντίον των πελατών και χρηματοδοτών τους.  Αφεντικά οικογενειακών μονάδων του 18ουαιώνα, που υποδύονται τους σύγχρονους επιχειρηματίες. Συνδικαλιστές, που υποδύονται τους εκπροσώπους των εργαζομένων αλλά εκπροσωπούν τον εαυτό τους και το κόμμα τους στην καλύτερη περίπτωση. Και, τέλος, εκατοντάδες χιλιάδες σκληρά εργαζόμενους, που βλέπουν καθημερινά τις δουλειές τους να χάνονται, κι άλλους τόσους ανέργους, που βλέπουν τις ζωές τους να διαλύονται δίχως να εκπροσωπούνται από κανέναν.
Το μεγάλο ψυχολογικό κόλπο της παραμόρφωσης αυτής είναι ότι οδήγησε αυτούς τους τελευταίους, τους ανθρώπους που έχουν διάθεση για δουλειά και δημιουργία, τους ανθρώπους με ανοιχτά μυαλά και ανοιχτές καρδιές, αυτούς που το συμφέρον τους βρίσκεται στο μέλλον, στον σύγχρονο κόσμο, να προσπαθούν όλα αυτά τα χρόνια απελπισμένα να πείσουν τον εαυτό τους ότι οι ίδιοι είναι κάτι που μοιάζει με πολίτες, για να διατηρήσουν την αξιοπρέπειά τους που ταυτίζεται με την αυταπάτη τους.
Έτσι δικαιολογούσαν στον εαυτό τους την ανοχή απέναντι στο καφκικό μας κράτος, που παριστάνει το κράτος δικαίου, και στους πραγματικούς  ιδιοκτήτες του. Το κράτος για το οποίο οι νεοέλληνες είμαστε ιθαγενείς, υπήκοοι και, άρρητα, όμηροι.
Βάζοντας σε κάθε τομέα με κόπο και σύστημα τον καθρέφτη απέναντι κι αποκαθιστώντας την εικόνα της πραγματικότητας, μπορούμε να σκεφτούμε πώς μπορούμε να την αντιστρέψουμε.
Με ποιες αποφάσεις και ποιες παρεμβάσεις, ποιον πολιτικό λόγο και με ποιους ανθρώπους  μπορούμε να ξαναδώσουμε στις λέξεις το νόημά τους και στις πράξεις την ουσία τους, ώστε να δημιουργηθεί το πλειοψηφικό εκείνο ρεύμα που θα μπορούσε να οδηγήσει την ελληνική κοινωνία στον σύγχρονο κόσμο.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος



Sunday, February 10, 2013

Ανάπτυξη και δημόσιες επενδύσεις: η μαγική εικόνα του δημόσιου και του ιδιωτικού


Share/Bookmark
Το ζήτημα των επενδύσεων στην Ελλάδα είναι περίπλοκο όσο και παραπλανητικό.
Όταν μοιάζουν δημόσιες δεν είναι, όταν υποκρίνονται τις ιδιωτικές δεν τους μοιάζουν στ' αλήθεια.
Είναι μια μαγική εικόνα. Μια ακατονόμαστη αντιστροφή.
Οι δημόσιες επενδύσεις και ο επενδυτικός νόμος χρησιμοποιήθηκαν σαν ένας ακόμη μοχλός δημιουργίας ενός παρασιτικού «επιχειρηματικού» περιβάλλοντος.
Στις ανεπτυγμένες δημοκρατικές χώρες τους επενδυτικούς νόμους και τους άξονες δημοσίων επενδύσεων δεν τους αποφασίζουν οι υφιστάμενες επιχειρήσεις.
Το Δημόσιο οφείλει να εκφράζει τα συμφέροντα των παραγωγικών δραστηριοτήτων που παλεύουν να γεννηθούν και να είναι ανταγωνιστικά αυτών που υπάρχουν, των νέων δραστηριοτήτων που θα αναστατώσουν και θα μετασχηματίσουν το παλιό.
Για τον λόγο αυτόν οι άξονες της δημόσιας δράσης είναι αποτέλεσμα εμπεριστατωμένων μελετών της Διοίκησης, που λαμβάνει υπόψη της, ανάμεσα σε πολλά άλλα, τη γνώμη και τα συμφέροντα των υφιστάμενων επιχειρήσεων και των εργαζομένων αλλά και των ανέργων. Λαμβάνει υπόψη, όμως,  κυρίως τη γνώμη των ανθρώπων της έρευνας και της καινοτομίας, των ειδικών επιστημόνων, των ανθρώπων του πνεύματος. Είναι πολιτική απόφαση της κοινωνίας για την κατεύθυνση που θέλει να δώσει στην οικονομία της και στον τρόπο ζωής της μετά από δημόσιο διάλογο.
Είναι η υπεράσπιση της πρόκλησης του μέλλοντος. Είναι αυτό που δεν μπορεί να κάνει η αγορά, οι υφιστάμενες επιχειρήσεις, το τραπεζικό σύστημα. 
Η δημόσια δράση αντιπροσωπεύει το τεκμηριωμένο συλλογικό όνειρο για τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, τον τρόπο ζωής, την οργάνωση της οικονομίας και της παραγωγής, το περιβάλλον, την ποιότητα ζωής των πολιτών.
Αν ο Al Gore ρωτούσε τη βιομηχανία του κινηματογράφου και της μουσικής, που παρεμπιπτόντως ήταν βασικοί υποστηρικτές του, δεν θα επένδυε ποτέ στη μετεξέλιξη και απελευθέρωση του διαδικτύου, που γέννησε τη σύγχρονη οικονομία και αύξησε δραματικά την παγκόσμια παραγωγικότητα. 
A. Οι δημόσιες επενδύσεις και οι στόχοι τους 
Οι δημόσιες επενδύσεις έχουν τους ακόλουθους στόχους:
1. Τη δημιουργία υποδομών (και την ανάπτυξη παραγωγικού ανθρώπινου δυναμικού), τη δημιουργία δικτύων μεγάλης κλίμακας (δρόμοι, δίκτυα διανομής ενέργειας, δίκτυα τραίνων, λιμάνια, αεροδρόμια, ακόμη και soft δίκτυα διανομής προϊόντων), τη δημιουργία των βασικών προϋποθέσεων παραγωγής (υποδομές παροχής πληροφορίας, τεχνογνωσίας κ.λπ). Όλα αυτά εξασφαλίζουν τη δυνατότητα ανάπτυξης παραγωγικής δραστηριότητας από τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες.
Τα δίκτυα, τα οποία προϋποθέτουν επένδυση μεγάλης κλίμακας και σχετικά σημαντικό κόστος λειτουργίας, όντας δημόσια και σε πολλές περιπτώσεις μη ανταποδοτικά προς το δημόσιο, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για εισδοχή νέων επιχειρήσεων και, επομένως, ανταγωνισμού και ανάπτυξης. Το χαμηλό κόστος χρήσης τους και η υψηλή ποιότητα βελτιώνει τη συνολική παραγωγικότητα επιτρέποντας την αξιοποίηση πολύτιμων πόρων σε γεωγραφικές περιοχές και κοινωνικές ενότητες οριακού κόστους παραγωγής.
Με απλά λόγια, επιτρέπουν την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων παραγωγής πλούτου της οικονομίας, η οποία επιστρέφει και στο Δημόσιο μέσω των φόρων και των εισφορών των εργαζομένων και των επιχειρήσεων.
Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό στην περίπτωση χωρών με κατακερματισμένη γεωγραφία. Στην ειδική περίπτωση της Ελλάδας η γεωγραφική θέση και το κατακερματισμένο τοπίο αποτελεί ταυτόχρονα συγκριτικό μειονέκτημα και το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα, εφόσον κατορθώσει η χώρα να το αναδείξει ως τέτοιο μέσω ποιοτικών, σταθερών και χαμηλού κόστους χρήσης δικτύων.
Ο δημόσιος χαρακτήρας και η ανεξάρτητη ρύθμισή τους πρέπει να έχει αποκλειστικό γνώμονα τη διασφάλιση του ανταγωνισμού, την αποφυγή μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών καταστάσεων, την πρόσβαση νέων επιχειρήσεων στην αγορά και τη διασφάλιση της ανάπτυξης των περιφερειών της χώρας. Η παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών και η διανομή τους μέσω των δικτύων είναι υπόθεση της ιδιωτικής οικονομίας. 

2. Οι δημόσιες επενδύσεις στοχεύουν επίσης στη δημιουργία των υποδομών που απαιτούνται για την αποτελεσματική λειτουργία της ίδιας της Διοίκησης, χωρίς την οποία καμιά οικονομία δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική.

Οι διαθέσιμοι πόροι 
Δεν χρειάζεται να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα για να κινηθούν οι δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα. Υπάρχουν μηχανισμοί χρηματοδότησης διαθέσιμοι με σημαντικά κεφάλαια (αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ από το υπόλοιπο του ΕΣΠΑ και άλλα 20 δισεκατομμύρια περίπου προβλέπεται ότι θα είναι η επόμενη προγραμματική περίοδος), πλέον τα ποσά που δύναται να αντληθούν με ευνοϊκούς όρους από την ΕΤΕΠ και άλλους χρηματοδοτικούς οργανισμούς.
Η διεκδίκηση της επέκτασης των μεταβιβαστικών πληρωμών εντός της ΕΕ είναι σημαντική για τη βιωσιμότητα του ελληνικού και ευρωπαϊκού εγχειρήματος, όπως όμως και η αλλαγή του τρόπου διαχείρισής τους. Η ευρωπαϊκή ενίσχυση των λιγότερο ανταγωνιστικών περιοχών της Ένωσης και η μεταφορά τεχνογνωσίας είναι στρατηγικής σημασίας επιλογή για τη σύγκλιση και, εν τέλει, για την ίδια την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τη σταθερότητα και ισχύ της Ευρώπης. 
Όσο σημαντική είναι όμως η Ευρωπαϊκή ενίσχυση των Δημοσίων Επενδύσεων, άλλο τόσο εγκληματική είναι η μείωση του Εθνικού σκέλους των Δημοσίων Επενδύσεων αντί της περικοπής άλλων άχρηστων δαπανών του κράτους. Επιλογή της ελληνικής πολιτικής τάξης και όχι της τρόικας, η οποία πρέπει να αλλάξει άμεσα. Για να μη μειώσουν τους περιττούς, περιόρισαν την επένδυση στο μέλλον της χώρας. Δεν μπορούμε να ζητούμε από τους Ευρωπαίους να στηρίξουν παραπάνω την ανάπτυξη των υποδομών μας, όσο οι ίδιοι σπαταλούμε τους πόρους μας σε οργανισμούς περιορισμένης χρησιμότητας και αποτελέσματος και υπεράριθμο προσωπικό. 

Το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς και το Εθνικό Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων: κριτήρια και διαδικασίες αποφάσεων
Ο σχεδιασμός των στρατηγικών αξόνων των δημόσιων επενδύσεων είναι ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας, που πρέπει να στηριχθεί σε μια στιβαρή διοίκηση και να λαμβάνεται μετά από σοβαρό ανοιχτό διάλογο και συναίνεση της κοινωνίας, μέσω της δημοκρατικής διαδικασίας.
Σημαντική προϋπόθεση για την παραγωγική διαχείριση των κεφαλαίων αυτών είναι εν συνεχεία η ιεράρχηση και επιλογή των επενδύσεων. 
Οι αποφάσεις για την επιλογή των έργων που θα ενταχθούν στο πλαίσιο των Δημόσιων Επενδύσεων λαμβάνονται σήμερα άμεσα ή έμμεσα από την πολιτική ηγεσία της Διοίκησης (δηλαδή τους Υπουργούς και τους κομματικούς συμβούλους τους) με αδιαφανή και κομματικά κριτήρια. Οι απαιτούμενες μελέτες βιωσιμότητας και ανταποδοτικότητας προς την κοινωνία δεν είναι εργαλείο επιλογής των έργων αλλά τεκμηριώνουν αναδρομικά ειλημμένες και μη ανακοινωμένες αποφάσεις.
Αυτός είναι ο μηχανισμός που κάπως χυδαία ονομάζουμε «απορρόφηση».
Αντ’ αυτού απαιτείται ένα σύστημα σχεδιασμού και αξιολόγησης των δημόσιων επενδύσεων που θα εξετάζει τις μελέτες για την ανταποδοτικότητα της δημόσιας επένδυσης τόσο ως προς τον δημόσιο (άμεση και έμμεση) όσο και προς τον ιδιωτικό τομέα.
Η συζήτηση για μιας διαφορετικής μορφής εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, με την εισαγωγή όρων διακρατικού και κοινοτικού ελέγχου και υποχρεωτικής αξιοποίησης τεχνογνωσίας και εμπειρογνωμοσύνης από επιτυχημένα ευρωπαϊκά και άλλα παραδείγματα, είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί η ορθολογική χρήση των χρημάτων των Ελλήνων και Ευρωπαίων φορολογουμένων προς όφελος της παραγωγής και της ανάπτυξης.
Η επιλογή των έργων είναι τεχνικό θέμα που πρέπει να αφαιρεθεί από την πολιτική ηγεσία, η οποία το ασκεί σήμερα με ανεξέλεγκτο και μικροκομματικό τρόπο, να μεταφερθεί σε ανεξάρτητα συστήματα και ανεξάρτητους διεθνείς εμπειρογνώμονες και να διαμορφωθεί σταδιακά σε κοινοτικό επίπεδο, με διαφανείς διαδικασίες.
Η επιλογή οφείλει να γίνεται με βάση ουσιαστική τεχνοκρατική αξιολόγηση, στο πλαίσιο των αξόνων ανάπτυξης, με κύριο κριτήριο την πολλαπλασιαστική επίπτωση της επένδυσης στο σύνολο της παραγωγικής οικονομίας, την ενίσχυση της εξωστρέφειας και τη δημιουργία νέων κατά το δυνατόν ποιοτικών και υψηλής εξειδίκευσης θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, λαμβάνοντας υπόψη και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
Την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, όμως, όχι ως νομικίστικο προκάλυμμα προάσπισης ανομολόγητων μικροσυμφερόντων και καθυστέρησης κάθε απόφασης αλλά ως ουσία. Η καταστροφή και κατανάλωση μη ανανεώσιμων και μοναδικών πόρων μεσοπρόθεσμα καταστρέφει πάντα περισσότερο πλούτο από όσον πρόσκαιρα παράγει.
Τα αποτελέσματα της κάθε δημόσιας επένδυσης οφείλουν να αξιολογούνται και να μετρούνται ως προς τους στόχους της και η αξιολόγηση αυτή να ανακοινώνεται δημόσια.

Β. Ο επενδυτικός νόμος
Ο επενδυτικός νόμος θεσπίζει ένα πλέγμα κινήτρων για την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων με έμφαση στις επιδοτήσεις.
Στόχος του θα έπρεπε να είναι η διασφάλιση συνθηκών που επιτρέπουν τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στις συνθήκες της αγοράς για έναν από τους ακόλουθους λόγους:
1. Χαμηλή οριακή παραγωγικότητα επενδύσεων μικρής κλίμακας για γεωγραφικούς ή άλλους τοπικούς λόγους,
2. Αντιστάθμισμα των εμποδίων που δημιουργεί το μέγεθος και οι πρακτικές των υφιστάμενων επιχειρήσεων στην ίδια αγορά,
3. Προσέλκυση στοχευμένων επενδύσεων ειδικής τεχνογνωσίας και ανάπτυξη νέων μορφών τεχνολογικής παραγωγής υψηλού ρίσκου,
4. Δημιουργία συνθηκών για τη γέννηση ενός νέου επιχειρηματικού πεδίου και μιας νέας αγοράς,
5. Αντιστάθμιση περιφερειακών γεωγραφικών μειονεκτημάτων και αξιοποίηση οριακών πόρων.

Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι ο επενδυτικός νόμος θα έπρεπε να αφορά τις επιχειρήσεις που δυσκολεύονται να γεννηθούν για ειδικούς λόγους αλλά, εφόσον γεννηθούν, είναι βιώσιμες και ανεβάζουν τη συνολική ανταγωνιστικότητα της χώρας. Αντιτίθεται έτσι φυσιολογικά στα συμφέροντα των υφιστάμενων παραδοσιακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που θα δουν να αυξάνεται ο ανταγωνισμός στην αγορά ή θα ανταγωνίζονται για τους ίδιους πόρους (ανθρώπινους και άλλους) με νεοεισερχόμενους.
Να είναι μια θερμοκοιτίδα του μέλλοντος για κοινωνίες που τις ενδιαφέρει το μέλλον τους.
Πόσες όμως άραγε από τις επιχειρήσεις που ενισχύθηκαν με δημόσια χρήματα στη χώρα μας, στο πλαίσιο των εκάστοτε επενδυτικών νόμων την τελευταία 20ετία, ανήκουν σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες; Πόσες από αυτές επιβίωσαν; Πόσες επεκτάθηκαν; Πόσες χάθηκαν; Πόσες βιώσιμες αυτοσυντηρούμενες θέσεις εργασίας δημιούργησε τελικά το σύνολο των δημόσιων δαπανών, για να κάνουμε μια απλή διαίρεση και να βρούμε  πόσο κόστισε κάθε μια από αυτές και να κρίνουμε αν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι αποδοτικότερο με τα χρήματα αυτά; Πόσες είναι εξωστρεφείς;
Ποιος μέτρησε, ποιος έβγαλε συμπεράσματα και έκανε τον απολογισμό στους φορολογούμενους; 
Είναι προφανές για ποιους λόγους η ελληνική ολιγοπωλιακή παρασιτική «επιχειρηματικότητα» είδε στον εκάστοτε επενδυτικό νόμο μια απειλή και μια ευκαιρία. Φρόντισε να τον διαμορφώσει με τη συνενοχή των πολιτικών μας, με τρόπο που να ακυρώνει τη λειτουργία του ως εργαλείου δημιουργίας ανταγωνισμού και νέων επιχειρήσεων. Κατόρθωσε να τον μετασχηματίσει σε ένα από τα εργαλεία εύκολου και, κυρίως, μη βιώσιμου πλουτισμού, μέσω των απευθείας επιλεκτικών επιδοτήσεων σε συνδυασμό με το θολό αδειοδοτικό σύστημα.
Για να μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες πολιτικοί δεν έκαναν μόνο τα ρουσφέτια στους πολλούς, αλλά συνέχισαν και την παλιά καλή παράδοση της συναλλαγής με την παρασιτική επιχειρηματικότητα των λίγων.
Αυτό κατέστρεψε σταδιακά μεγάλο μέρος της υγιούς επιχειρηματικότητας, η οποία σε κανονικές συνθήκες δεν χρειάζεται κανέναν επενδυτικό νόμο.
Το να δημιουργηθεί, να λειτουργήσει και να κλείσει μια ιδιωτική επιχείρηση θάπρεπε να είναι ένα απλό πράγμα για τον καθένα, με σταθερή φορολογία χαμηλού ύψους που να αντικατοπτρίζει την περιφερειακή θέση της χώρας και το μικρό μέγεθος της αγοράς της, καθαρούς φορολογικούς κανόνες και απλούστατες αδειοδοτήσεις.
Το ανταγωνιστικό επιχειρηματικό περιβάλλον εξασφαλίζεται πολύ περισσότερο από την υψηλή ποιότητα, επάρκεια, το χαμηλό κόστος ή την ελεύθερη χρήση δικτύων και υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια, οδικά δίκτυα, δίκτυα σιδηροδρόμων, δίκτυα διανομής ενέργειας, δίκτυα τηλεπικοινωνιών) παρά από τις άμεσες επιδοτήσεις. Τα δίκτυα αυτά λειτουργώντας με δημόσια δαπάνη, όχι υποχρεωτικά όμως από το ίδιο το Δημόσιο, διασφαλίζουν την ίση πρόσβαση των πολιτών και επιχειρήσεων και τις συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά, ειδικά για τις νέες, μικρές και νεοεισερχόμενες στην αγορά επιχειρήσεις.
Δυστυχώς, η ελληνική συνταγή ήταν όπως πάντα η αντίστροφη.
Η πολιτική μας τάξη όχι μόνο δεν απέτρεψε αλλά διευκόλυνε με δημόσια χρήματα τη δημιουργία ιδιωτικών και δημόσιων μονοπωλίων και ολιγοπωλίων. Διαχειρίστηκε τα δημόσια δίκτυα με στόχο να αποκλείσει νέες επιχειρήσεις και παραγωγικές δραστηριότητες, να αποκλείσει νέους ανθρώπους να ασκήσουν το επάγγελμά τους, να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους. Για να προστατεύσει με τις ψευδεπίγραφα "δημόσιες επενδύσεις" τις ιδιωτικές ολιγοπωλιακές πελατείες της. Τα μοιράστηκε με την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και τα μετέτρεψε σε πηγές άκοπων προσόδων για τους κομματικούς τους φίλους.
Η πολιτική τάξη όχι μόνο απέτρεψε το κράτος από το να ασκήσει τον ρυθμιστικό του ρόλο υπέρ του μέλλοντος, αλλά το υποχρέωσε να ασκεί όλες τις εξουσίες του υπέρ του παρελθόντος.
Προτιμά τη βεβαιότητα των υφιστάμενων εσόδων (της) μέσω της διαπλοκής από την απώλεια ελέγχου, προσόδων και εξουσίας για την ίδια, που θα έρχονταν αναπόφευκτα παράλληλα με τη δημιουργία ενός πολύ μεγαλύτερου πλούτου για όλους από την υγιή παραγωγική επιχειρηματική δράση που μπορεί να απελευθερωθεί.  
Αναρωτήθηκε κανείς πόσες νέες επιχειρήσεις θα αναπτύσσονταν εάν, για παράδειγμα, δεν υπήρχαν διόδια στις εθνικές οδούς, όπως στις ανεπτυγμένες χώρες, σε μια χώρα που φιλοδοξεί να γίνει εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου και πύλη εισόδου της Ευρώπης; Πόσο χαμηλότερο θα ήταν το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων αυτών; Πόσα θα γλίτωναν οι εργαζόμενοι σε αυτές τις επιχειρήσεις; Πόσες μικρές και μεσαίες παραγωγικές μονάδες θα αναπτύσσονταν γύρω τους; Πόσες πόλεις, οικισμοί θα ενισχύονταν; Πόσες περιοχές της χώρας θα γίνονταν ευκολότερα προσβάσιμες; Πόσοι πόροι θα αξιοποιούνταν; Πόσο θα ευνοούνταν ο τουρισμός, εσωτερικός και εξωτερικός; Μέτρησε κανείς πόσα υγιή παραγωγικά έσοδα θα έφερναν αυτά και στο δημόσιο ταμείο και στους πολίτες; Πόσο παραπάνω θάταν το ΑΕΠ μας; 
Αναρωτήθηκε κανείς, για παράδειγμα, γιατί θεωρούμε φυσικό να πληρώνουμε πανάκριβα στον περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της Αθήνας, και μάλιστα σε αυτόν που ενώνει την πρωτεύουσα με το αεροδρόμιο της, και νάναι μισοάδειος; Μέτρησε κανείς ποιος κύκλος εργασιών θα δημιουργούνταν από την κίνηση, την οικιστική ανάπτυξη, τον τουρισμό; Μέτρησε κανείς το εναλλακτικό όφελος για το Δημόσιο, τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, σε σχέση με το κόστος που θα επωμίζονταν (και εν μέρει έχουν ήδη επωμιστεί μέσω των Δημοσίων Επενδύσεων);
Μέτρησε κανείς το εναλλακτικό όφελος από χαμηλού κόστους λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικά δίκτυα; Μέτρησε κανείς τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της ποιότητας ζωής των πολιτών που θα παράγονταν; Την σύγκρινε κανείς με την υφιστάμενη κατάσταση; Τελικά πόσους βιώσιμους φόρους θα εισέπραττε το κράτος και πόσους άδικους φόρους θα γλιτώναμε;
Πόσες θέσεις εργασίας θα δημιουργούνταν, όχι για την είσπραξη προσόδων αλλά για την πραγματική παραγωγή; Μέτρησε κανείς ακόμη και το εθνικό όφελος από τη μείωση του γεωγραφικού κατακερματισμού της χώρας, την ανάπτυξη απομακρυσμένων περιοχών, την εθνική μας άμυνα;
Πού είναι τα επιχειρησιακά μοντέλα; Πότε έγιναν; Πότε δημοσιοποιήθηκαν; Πότε αξιολογήθηκαν; Πότε εμείς οι πολίτες τα αποφασίσαμε;
Μήπως, τελικά, κάθε ευρώ που δαπανάται στη δημιουργία και λειτουργία ποιοτικών, ελεύθερων ή ελάχιστου κόστους χρήσης υποδομών και δικτύων αποδίδει πολλαπλάσια στην οικονομία σε θέσεις εργασίας, ανταγωνιστικότητα, υγιείς επιχειρήσεις, ανάπτυξη, δημόσια έσοδα από το ίδιο ευρώ που δαπανάται σε απευθείας επιδοτήσεις;  
Οι δύο οικονομίες - οι δύο Ελλάδες και το Δημοκρατικό έλλειμμα 
Στην Ελλάδα του ακραίου κρατισμού, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, τους επενδυτικούς άξονες, τα δημόσια έργα, τους επενδυτικούς νόμους τους επιλέγουν, συντάσσουν και εφαρμόζουν οι ίδιες οι παρασιτικές "επιχειρήσεις" και τα διαπλεκόμενα σόγια των πολιτικών εκπροσώπων τους μέσω της σφετερισμένης και άτυπα ιδιωτικοποιημένης Δημόσιας Διοίκησης.
Αυτό που θάπρεπε να βρίσκεται στη σφαίρα της ιδιωτικής οικονομίας υποκρίνεται το δημόσιο, και αυτό που θα έπρεπε να είναι ουσιαστικά δημόσιο έχει άνομα και αντιπαραγωγικά ιδιωτικοποιηθεί. 
Οι δημιουργικοί και καινοτόμοι πολίτες και επιχειρήσεις αντιμετωπίζονται έτσι συνειδητά σαν εχθροί και παραμένουν ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο όταν είναι Έλληνες, ενώ αποξενώνονται και απωθούνται με συνθήματα, κίτρινες κραυγές και διαδικαστικά τεχνάσματα όταν είναι άλλης προέλευσης.
Στην πραγματικότητα, πάνω στα ερείπια της μεταπολίτευσης αντιπαλεύουν δυο οικονομίες: η ολιγοπωλιακή ψευτοδημόσια, που μικραίνει και ψυχορραγεί αλλά αρνείται το αναπόφευκτο τέλος της, και η ελεύθερη οικονομία της δημιουργίας και της παραγωγής, των ανοιχτών οριζόντων, που της αρνούνται βιαίως και συνειδητά τη γέννηση.
Η διαμάχη τους γίνεται όμως σε θολό πεδίο, σε μια μαγική εικόνα όπου τίποτα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται.
Οι πολίτες δεν μπορούν να δουν, να κατανοήσουν, να κρίνουν. Όσο κοιτούν η εικόνα αντιστρέφεται, τα πόδια του ελέφαντα αλλάζουν θέση και αριθμό, τα λόγια χάνουν το νόημά τους.
Για τον λόγο αυτό βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη, για τη γέννηση του νέου, της Ελλάδας της παραγωγής και της δημιουργίας,  της ελεύθερης οικονομίας, της αποτελεσματικής Διοίκησης, της ελεύθερης και συνεκτικής κοινωνίας, μιας γέννησης που έχει ήδη καθυστερήσει με κίνδυνο αποβολής, είναι η αποκατάσταση του βασικότερου από τα Δημόσια αγαθά:
του δημόσιου διαλόγου, της αξιολόγησης και του μετρήματος, της λογοδοσίας, των επιχειρημάτων, του κράτους δικαίου, με μια λέξη, της ερειπωμένης Δημοκρατίας μας.

Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος
  

μαγική εικόνα: ένας ελέφαντας με πόσα πόδια;




Thursday, February 7, 2013

Οι εθνικοί μας μύθοι αυτοκτονούν ποτέ;


Share/Bookmark
Στη διοικητική υποστήριξη στο γραφείο μου εργάζεται ένα νέο παιδί. Εργατικό και καλοπροαίρετο. Χθες το απόγευμα μου ζήτησε να φύγει άμεσα ταραγμένος. Είχε αυτοκτονήσει ένας φίλος του στον στρατό. Μία από τις αυτοκτονίες που έγιναν τις τελευταίες ημέρες και χάθηκαν στα ψιλά της συνείδησής μας.
Η μητέρα του ήδη άνεργη, έμεινε και ο πατέρας του επίσης. Του το έκρυβαν και το έμαθε από τρίτους.
Αδύναμος να βοηθήσει την οικογένειά του, ούτε καν τον εαυτό του. Απόφοιτος ΤΕΙ με μεταπτυχιακό. Δίχως βύσμα, στα μαύρα στρατόπεδα όπου λόγω ελλείψεων τρεις μέρες της βδομάδας σερβίρεται ένα γεύμα.
Όμηρος ενός «δίκαιου» συστήματος που αναγκάζει τους νέους ανθρώπους να παρέχουν δωρεάν την εργασία τους προς το κράτος στο όνομα των «εθνικών μας δικαίων» και πάλι. Εργασία την οποία το ίδιο αυτό κράτος σκορπά σε εκατοντάδες άχρηστα στρατόπεδα και υπηρεσίες όπως ακριβώς και τους φόρους μας. Έτσι η Δημοκρατία μας έχει επιβάλει, μέσα στον παραλογισμό των εθνικών μας μύθων, ως «δίκαιο» το παιδί του φτωχού, του ανέργου, ο νέος που δεν έχει σχέση με την οικογένειά του, να καλείται να ζήσει για μήνες δίχως μισθό, δίχως αποζημίωση, χωρίς τα στοιχειώδη, με ένα πιάτο φαΐ. Γνωρίζω νέους που σε δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν τα αδέλφια τους και ο στρατός τούς στέρησε και αυτή τη δυνατότητα. Κάποιοι αποδείχτηκαν δυνατοί ή τυχεροί. Κάποιοι όχι, και χάθηκαν για πάντα.
Το δημιουργικότερο δυναμικό της χώρας, άμισθο υπηρετικό προσωπικό για χιλιάδες στρατηγούς και αξιωματικούς δίχως στράτευμα. Και πάντα λείπουν, πάντα χρειάζονται κι άλλοι, πάντα υπάρχουν κι άλλες «ανάγκες», κι άλλες «ελλείψεις», όπως παντού. Μόνο που εδώ οι εργαζόμενοι είναι φαινομενικά «τζάμπα». Κανείς δεν μετράει πόσο είναι το εναλλακτικό κόστος, πόσο αφαιρείται από τον πλούτο της κοινωνίας, πόσο πραγματικά κοστίζει η διακοπή της σταδιοδρομίας των νέων, πόσοι χάνονται, πόσοι από τους υφιστάμενους επαγγελματίες θα μπορούσαν να κάνουν αυτή την εργασία αν ήταν οργανωμένη αλλιώς. Χωρίς κανείς να μετρά την απόδοση, τη λειτουργία, τις εναλλακτικές δυνατότητες λειτουργίας, το εναλλακτικό κόστος, την κοινωνική δαπάνη, την ισχύ που θα παρήγαγε μια διαφορετική σύγχρονη λειτουργία.
Για ένα ψευδεπίγραφο διακύβευμα, για μια κατ’ επίφαση άμυνα. Κατάλοιπο του μετεμφυλιακού ευνουχισμού για τη δημιουργία πειθήνιων πολιτών και λουφαδόρων δημόσιων υπαλλήλων, σήμερα έχει χάσει και αυτόν τον στόχο. Παραμένει έτσι αυτοσυντηρούμενο απομεινάρι που αντλεί από τα ιδεολογήματά μας, ένας μεγάλος ΕΟΜΜΕΧ, μια ακόμη δημόσια διοίκηση αποπροσανατολισμένη, αυτοαναφορική, που λειτουργεί σαν ιμάντας μεταφοράς πόρων με τρόπο αντιπαραγωγικό (δανεικών που δεν υπάρχουν πια) από την πόλη στην ύπαιθρο κι από όλους προς πανάκριβα παιχνίδια. Χωρίς έλεγχο, χωρίς λογοδοσία.
Η θλιβερή εικόνα μιας πολιτείας που καταναλώνει τους λιγοστούς πλέον πόρους των οικογενειών και τα τελευταία περιθώρια αντοχής αυτής της γενιάς, στην οποία οι πατεράδες και οι παππούδες τους χρωστούν το χρέος που δημιούργησαν, δημιουργήσαμε, και το φορτώσαμε χωρίς καν να απολογηθούμε. Σαν να ήταν μια φυσική καταστροφή, μια μοιραία κατάληξη κι όχι αποτέλεσμα επιλογών και συμπεριφορών. Δίχως να κοιτάξουμε στα μάτια τα παιδιά αυτά και να ζητήσουμε έστω μία συγγνώμη…
Δεν είναι να απορεί κανείς πόσοι νέοι άνθρωποι κάθε μέρα στρέφουν το όπλο στον εαυτό τους.
Είναι να απορεί πόσο λίγοι είναι (ακόμη;) αυτοί που το έχουν στρέψει εναντίον της κοινωνίας και της Δημοκρατίας που τους οδήγησε και τους κρατά σε ομηρεία, στην απόλυτη αδυναμία, στο μελαγχολικό αδιέξοδο.
Αν το δει κανείς αντιστραμμένα, αυτή η στωικότητα, αυτή η πίστη στη νεωτερικότητα, αυτή η αυτοτιμωρία που μας την πετούν στα μούτρα τα παιδιά αυτά, αν δεν είναι απλά παράδοση και αδυναμία, θα μπορούσε να είναι και αυτή μια κάποια ελπίδα. Ας πιάσει τόπο.
Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος


Εικόνα: "Ο θάνατος του Σαρπηδόνος", λεπτομέρεια από ερυθρόμορφη υδρία από την Ηράκλεια της Μεγάλης Ελλάδας, περ.400 π.Χ. 

Sunday, February 3, 2013

Σύλληψη και κακοποίηση


Share/Bookmark
Η Ελληνική Αστυνομία κατόρθωσε και πάλι το ακατόρθωτο: να μετατρέψει τέσσερις στυγνούς ιδεοληπτικούς φανατικούς δολοφόνους, εφόσον φυσικά αποδειχθούν οι κατηγορίες, σε συμπαθείς ξυλοδαρμένους νεαρούς.

Στις ΗΠΑ πριν αρκετά χρόνια (το 1992) ο φανατικός νεαρός Timothy McVeigh διέπραξε τη χειρότερη τρομοκρατική πράξη στο έδαφος των ΗΠΑ από Αμερικανό πολίτη, ανατινάζοντας κτήριο της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σκοτώνοντας 168 και τραυματίζοντας 800 πολίτες σε μια ήσυχη επαρχιακή πόλη. Συνελήφθη με την ισχύ και τη βία του νόμου, όσο απαιτήθηκε. Δεν έγινε καμιά επίδειξη περιττής ισχύος. Η δικαιοσύνη έκρινε και η ποινή που προβλεπόταν (θανατική, με την οποία δεν συμφωνώ) εκτελέστηκε επτά χρόνια μετά.

Στη Νορβηγία, μια ήρεμη χώρα, ένας άλλος φανατικός ιδεοληπτικός, ο Anders Breivik, τον Ιούλιο του 2012 εισέβαλε σε μια κατασκήνωση νέων σπέρνοντας τον θάνατο σε δεκάδες νέους ανθρώπους. Η αστυνομία, ασυνήθιστη σε τέτοια περιστατικά, καθυστέρησε στην αντίδρασή της. Συνέλαβε τον δολοφόνο ασκώντας μόνο όση βία χρειάζονταν και ο Anders Breivik αντιμετωπίζει την πιο επιεική δικαιοσύνη της χώρας του.

Στις χώρες αυτές έγινε συζήτηση για τα αίτια, τον λόγο, τη διαστροφή που οδηγεί νέους ανθρώπους στην παράνοια της φανατικής βίας, στους ταλιμπάν, στον ιδεολογικό φονταμενταλισμό. Τους κοινωνικούς, τους πολιτικούς, τους οικογενειακούς.

Τα αντίστοιχα στην Ελλάδα τα ξέρουμε, τα ξαναείδαμε.

Υπάρχει μια καθαρή συνάρτηση ανάμεσα στην ένταση της ασκούμενης βίας και την ανασφάλεια, τον φόβο αυτού που την ασκεί.

Όσο ασφαλέστερη είναι μια πολιτεία, όσο περισσότερη εμπιστοσύνη αισθάνονται τα κρατικά όργανα στον εαυτό τους και στην αποτελεσματικότητά τους, τόσο περισσότερο αναπτύσσουν μηχανισμούς αυτοελέγχου και συμμόρφωσης. Εν τέλει, η ανεξέλεγκτη βία δεν τους συμφέρει.

Όσο περισσότερο ανασφαλής και έμφοβη είναι η εξουσία, τόσο περισσότερο η επιδεικτική άχρηστη βία μεγαλώνει.

Δυστυχώς, αυτό το δεύτερο είναι αυτό που μας συμβαίνει: ανασφάλεια, φόβος, έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς αποδομούν το κράτος δικαίου από μέσα.

Η ΕΛΑΣ φοβάται, γι' αυτό δέρνει. Το Κράτος φοβάται, γι’ αυτό εκδικείται.

Το αποτέλεσμα, να συζητάμε πάλι για το ξύλο που έφαγαν.

Αντί να συζητούμε

πώς και γιατί αυτοί οι νέοι άνθρωποι έφτασαν σε αυτό το σημείο παραλογισμού και εγκλήματος, 

για το ψυχικό τους βάθος, την πιθανή παθογένεια του οικογενειακού περιβάλλοντος, τον υπερπροστατευτισμό,

για την έλλειψη παιδείας, τη στρεβλή κοινωνική τους παιδεία, 

για τον λόγο του μίσους που τα τροφοδοτεί, 

για τα αριστερά και δεξιά στερεότυπα του μίσους που νομιμοποιήσαμε, 

για όλα αυτά αυτό που τελικά κάνουν την κοινωνία μας να γεννά τέρατα.


Όλο και περισσότερο γίνεται φανερό ότι η γελοία και αντιεπαγγελματική Δημόσια Διοίκηση μας διευκολύνει, μας βολεύει, γι’ αυτό δεν τη φτιάχνουμε.

Μας βολεύει να αποφεύγουμε να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Δεν θα χαρούμε με αυτό που θα αντικρίσουμε.

Friday, February 1, 2013

Σημεία των καιρών


Share/Bookmark

Οι διεργασίες στη λαϊκίστικη αριστερά είναι έντονες. Διεκδικεί τον πολιτικό χώρο που ανήκει αφενός στη σοσιαλδημοκρατία και αφετέρου στο φιλελεύθερο κέντρο. Έχοντας έναν σκληρό πυρήνα οπαδών που προέρχονται από δύο κατευθύνσεις, από τα αριστερίστικα κινήματα, τα οποία είναι εξορισμού εν τέλει συντηρητικά, και ένα άλλο μικρό μέρος από τη σοβαρή εναλλακτική αριστερά, επιχειρεί να επεκταθεί στον ευρύτερο πολιτικό χώρο της κεντροαριστεράς, δίχως οι άνθρωποι αυτοί όμως να παραδώσουν την εξουσία εσωτερικά σε ανθρώπους προερχόμενους από τον νέο εκλογικό τους χώρο. Χρησιμοποιούν τα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ ως προκάλυμμα στην κατεύθυνση αυτή.

Επιχειρούν, δηλαδή, να υποκριθούν ότι είναι κάτι που δεν είναι, να ξεγελάσουν, να υποκλέψουν, να πείσουν για κάτι που δεν περιέχουν. Αυτό είναι και το αδύνατο σημείο του εγχειρήματός τους.

Θα επιτύχουν;

Η άποψή μου είναι ότι, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η επιτυχία ή η αποτυχία τους ΔΕΝ εξαρτάται από τους ίδιους.

Το φθηνό τέχνασμά τους στηρίζεται στο ενοχικό σύνδρομο των αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων. Των δυνάμεων εκείνων που, από διαφορετική πλευρά η κάθε μία, ανήκουν στο πεδίο του σύγχρονου Ευρωπαϊκού κόσμου. Εξαρτάται τελικά από τους συντηρητικούς, τους σοσιαλδημοκράτες, τους προοδευτικούς φιλελεύθερους, τους πράσινους.

Ο πολυσυλλεκτισμός του αριστερίστικου λαϊκισμού, όπως εξάλλου και αυτός του δεξιόστροφου εξαδέλφου του, στηρίζεται στην έλλειψη σαφήνειας των σοβαρών πολιτικών δυνάμεων.

Με δυο λόγια, όταν όλα γίνονται ένας χυλός, μια πολυσυλλεκτική και άνοστη σούπα, όταν ο πολίτης δεν καταλαβαίνει πού διαφέρει μια σοσιαλδημοκρατική από μια συντηρητική πρόταση, 

όταν δεν έχει να διαλέξει ανάμεσα σε πράσινες ή φιλελεύθερες προτεραιότητες, 

όταν δεν του τίθενται πραγματικά εκλογικά διλήμματα εναλλακτικών πολιτικών, τα οποία θα συντεθούν εν συνεχεία δημόσια στο κοινοβούλιο, 

όταν όλοι προτιμούν να ψαρεύουν σε θολά νερά, 

όταν ο πολίτης δεν έχει να διαλέξει ανάμεσα σε διαφορετικά μενού και διαφορετικά πιάτα, 

όταν δεν μπορεί να ακολουθήσει με πάθος κάποιον γνωρίζοντας ποιος είναι και τι πιστεύει, ακόμη κι αν εν μέρει διαφωνεί μαζί του, 

όταν έτσι κι αλλιώς τον αναγκάζουμε να ψηφίσει μια ποικιλία, έναν αβαθή αχταρμά,

τότε αναμφίβολα θα προτιμήσει την ποικιλία που υπόσχεται τουλάχιστον μπολικαδούρα και φτηνές λύσεις.

Για τον λόγο αυτό η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ (καθώς και των άλλων λαϊκίστικων και ακραίων τάσεων) όπως και η αποτυχία του εξαρτάται ελάχιστα από τον ίδιο.

Ας κοιτάξουμε στον λειψό και θολό λόγο και στην ελλιπή, αβαθή και ενοχική πολιτική διαπάλη της δικής μας πλευράς για τους φταίχτες.


Γιώργος Γιαννούλης- Γιαννουλόπουλος